N_9: Μαύρη Παρασκευή

Στον Κόσμο της

Μπιλιέτο Ν_9

Μαύρη Παρασκευή

“Σου χω πει, αυτά τα νάιλον, να μην τα παίρνεις. Τα φοράς, κρυώνεις και μετά κλάνεις όλη την ώρα”, ακούστηκε η μάνα μου από το βάθος της οθόνης του υπολογιστή όταν της έδειξα τις καινούργιες μου σατέν πιτζάμες που είχα αγοράσει από το ίντερνετ. “Γιατί δεν φοράς αυτές που σου χα πάρει εγώ πέρσι δώρο τα Χριστούγεννα, τις χοντρές με το γιακά, που πιάνουν και το λαιμό και τη μέση να μην κρυώνεις;” συνέχισε στον ίδιο τόνο. Τι να της πω εγώ; Ότι ήμουν σαράντα χρονών και ότι αυτές τις βαμβακερές με τα πράσινα αρκουδάκια τις είχα δώσει στην Εκκλησία αφόρετες, διπλωμένες μέσα στη χάρτινη, χριστουγεννιάτικη συσκευασία τους;

Τις τελευταίες μέρες, και ενώ η καραντίνα μας έσφιγγε για τα καλά, σηκωνόμουν το πρωί από το κρεβάτι, άνοιγα τη ντουλάπα και ντυνόμουν. Κανονικά. Όχι φόρμες, κολάν, πουλόβερ και τέτοια. Διάλεγα φουστάνια, παντελόνια, χρώματα, βαφόμουν με κραγιόν,μάσκαρα και όλα. Έβαζα μάλιστα και άρωμα, αυτό το αντρικό που το χε ξεχάσει ένας φίλος που κοίμισα εδώ το καλοκαίρι και που το μύριζα μετά όλη τη μέρα, ακόμη και αφού είχα τσιγαρίσει το κρεμμύδι για το σπανακόρυζο. Μόνο παπούτσια δεν φόραγα. Στα διαλείμματα από τα διαβάσματα για το γοτθικό ρυθμό, τον Άρη Κωνσταντινίδη και το μεταβιομηχανικό τεχνίτη, ξεφύλλιζα περιοδικά μόδας και αναρωτιόμουν πως θα δείχνα σε αυτά τα υπέροχα κλαρωτά φουστάνια από ιταλικά, άγρια μετάξια.

Βέβαια, αυτή η χωρίς αναστολές καταβύθιση μου στη γυναικεία φιλαρέσκεια, είχε ρίζες από τα πριν. Μάλιστα στο τελευταίο τσίπουρο, πριν μας κλείσουν και πάλι μέσα, είχαμε καταλήξει με σύντροφο φιλικά προσκείμενο στη ριζοσπαστική αριστερά πως η τελική λύση για την απελευθέρωση από τη πατριαρχική σκέψη ήτο η απενοχοποίηση της μίνι φούστας και του μπαλκονάτου στηθόδεσμου. Τόσο τη λαχταρούσα, μάλλον, αυτή την ελευθερία, που σε μια κίνηση ξαφνικής εξέγερσης είχα αφήσει το σύντροφο σύξυλο με τους μεζέδες και τα τσίπουρα και είχα ορμήσει στον τρίτο όροφο παρακείμενου πολυκαταστήματος φωνάζοντας, “κάτω η πατριαρχία, πού είναι τα σατέν σουτιέν;”. Για να λάβω με τη σειρά μου, ως απάντηση από τη πωλήτρια, μια ερώτηση: “Μα και εσείς το ΙΑΚΑ έχετε τελειώσει;”1

Αλλά, ώρες ώρες, έτσι πως ντυνόμουν μοναχή μου μες στο σπίτι και ρχόμουν γύρω, ένιωθα σαν τον Άγιο Σπυρίδωνα, μεγάλη η χάρη του, που του βάζαν καινούργια παπούτσια κάθε χρόνο στη γιορτή του το Δεκέμβρη και στο χρόνο μέσα σηκωνόταν κρυφά, τα “περπάταγε” και τα χάλαγε. Έτσι και εγώ, χωρίς να με βλέπει κανείς, περπάταγα και χάλαγα τις ημέρες ντυμένη, μια μια, μέχρι να έρθουν τα Χριστούγεννα, το εμβόλιο, η άνοιξη, η αγάπη.

Την τελευταία, όμως, Παρασκευή του Νοεμβρίου, και ενώ όλοι είχαν ξυπνήσει από το μαύρο χάραμα για να προλάβουν τις προσφορές της Βlack Friday, εγώ έμεινα λίγο παραπάνω στο κρεβάτι. Κοιμόμουν με τα παντζούρια κατεβασμένα. Ελάχιστο φως έμπαινε από χαμηλά, κάνοντας τα χρώματα των πράσινων φύλλων πάνω στα σεντόνια να φαίνονται πιο καθαρά, σχεδόν αληθινά. Γυρίζοντας στο πλάι για να βολευτώ, το γόνατο μου βγήκε έξω από το βαρύ πάπλωμα, κάτω από το παχύ, πράσινο στρώμα των φύλλων. Φορούσα τις λευκές, σατέν, λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο, πιτζάμες μέσα στις οποίες γλιστρούσα όπως το ψάρι μέσα από τα χέρια μου όταν το πιανα να το καθαρίσω. Χλουπ, χλούπ. Κρύωσα και γρήγορα ξανακουκουλώθηκα. Μπρρρ... Αλλά περνώντας από το κρύο στο ζεστό και το έξω στο κάτω από τα φύλλα, ανατρίχιασα. Και ήταν τότε που οι ρώγες μου πετάχτηκαν ανυπάκουες. Το τσιγαρόχαρτο σκίστηκε σε δυο σημεία. Γύρισα από τη άλλη και ένας άντρας, γυμνός κοιμόταν δίπλα μου. Η πλάτη του, γεμάτη τρίχες. Ανέπνεε ελαφρά, όπως ένα παιδί. Δεν ροχάλιζε. Παράξενο, σκέφτηκα, για άντρα. Με την ανάσα του να βρωμάει από τη πρωινή αφαγιά και το χθεσινό τσιγάρο, γύρισε προς το μέρος μου. Δεν τον ήξερα, αλλά μου θύμιζε κάποιον. Ποιόν; Έπιασε και τακτοποίησε τον γιακά από τις σατέν μου πιτζάμες, όπως θα έφτιαχνε το πουκάμισο του στον καθρέφτη. “Να βρούμε χαρτί να στρίψουμε κανένα τσιγάρο”, μου είπε. Παρακάλεσα από μέσα μου οι λευκές, σατέν πιτζάμες να χαν αρκετό νάιλον για να πάρουν φωτιά.

Και πριν προλάβουμε να καλέσουμε την Πυροσβεστική, ξύπνησα. Γαμώτο!

1Σ.τ.Μ: Αναφορά στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

N_8: Ο Αμήχανος Οδυσσέας

Στον Κόσμο της

Μπιλιέτο Ν_8

Ο Αμήχανος Οδυσσέας

Πάει μια βδομάδα πια που μας μαντρώσαν και πάλι σε καραντίνα και όλα θύμιζαν τον ίδιο, γνωστό εφιάλτη. Σε αυτό το κακό όνειρο κοίταζα συνεχώς τα ντουβάρια του σπιτιού μου και αυτά δεν λέγαν τίποτα παρά αντηχούσαν τις φωνές που βγαίναν από τον υπολογιστή: μια των φοιτητών μου, μια της μάνας μου να μου λέει πόσο κρύο έχει στο χωριό και τι φάγανε για μεσημέρι και μια της δασκάλας μου της γιόγκα να δίνει οδηγίες για το πώς να ρουφάω σωστά τους κοιλιακούς. Μέσα σε αυτό το κακό όνειρο, έπεφτα για ύπνο και έβλεπα πως με κυνηγούσαν να με συλλάβουν επειδή δεν φορούσα τη μάσκα μου σωστά, ενώ εγώ εξηγούσα πολύ σοβαρά στους διώκτες μου πως ήμουν κάτι σαν θηλυκή Ζορό και είχα κάθε λόγο η μάσκα να καλύπτει τα μάτια μου και όχι τη μύτη μου.

Ήξερα καλά από τη προηγούμενη καραντίνα τι έπρεπε να κάνω για να τα βγάλω πέρα και έπεσα με τα μούτρα. Ξεκίνησα και πάλι να τρέχω πάνω κάτω στην παραλία φτάνοντας μέχρι την ΑΓΕΤ και πάλι πίσω, να πηδάω σκοινάκι μέχρι να λαχανιάσω, να σηκώνω βαράκια, να κάνω μεγάλες βόλτες με το ποδήλατο και να συναντάω τους ίδιους απελπισμένους ποδηλάτες στο δρόμο μου, να ανεβοκατεβαίνω τα σκαλιά τρία τρία στη πολυκατοικία. Ετοιμάστηκα μάλιστα για να βουτήξω και στη θάλασσα Νοέμβρη μήνα. Το άγχος μου επίσης με έπεισε ότι χρειαζόταν πάση θυσία να ελέγξω το βάρος μου και τη σκόνη γύρω μου. Αγόρασα μια ηλεκτρονική ζυγαριά και ζαχάρωνα τα βράδια τις ηλεκτρικές σκούπες στο ίντερνετ. Βλέποντας την καραντίνα να έρχεται, είχα —ήδη εδώ και ένα μήνα— αρχίσει να ταΐζω συστηματικά τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς, ζητιανεύοντας ένα γουργούρισμα στα κλεφτά. Είχα βρει τρόπους και μηχανευόμουν και άλλους για να ξεγελάω τη μοναξιά μου. Μα τι θες πάλι εδώ εσύ, τη ρωτούσα αγανακτισμένη μετά από τόση γυμναστική. Μα δεν έχεις να κάνεις και τίποτα καλύτερο, μόνη σου είσαι, μου απαντούσε αυτή σαρκαστικά. Πόσο πολύ είχα συμπονέσει τον Πολύφημο εκείνες τις μέρες που κυνηγούσε μάταια εκείνον τον Κανέναν;

Ένα πρωινό, όμως, και ενώ είχα συρθεί με τα χίλια ζόρια και με ένα τριπλό ελληνικό καφέ στο χέρι μέχρι τον υπολογιστή για να περάσω άλλη μια μέρα μπροστά του, χτύπησε το κουδούνι. Ανοίγοντας αντίκρισα έναν ψηλό άντρα περί τα ογδόντα, που φορώντας μια καφέ ρόμπα πάνω από ριγέ πυτζάμες, πήγαινε τοίχο τοίχο κρατώντας ένα μπαστούνι. “Ωχ συγγνώμη, κορίτσι μου, έψαχνα το διακόπτη για το φως και πάτησα κατά λάθος το κουδούνι σου,” έκανε ο γέροντας και εγώ πείστηκα και κράτησα τη πόρτα ανοιχτή για λίγο παραπάνω. Τόσο όσο χρειάστηκε για να γυρίσει προς το μέρος μου. “Εσύ τώρα είσαι καινούργια στη πολυκατοικία, δεν σε έχω ξαναδεί”, είπε και εγώ άρχισα χαρτί και καλαμάρι το τι κάνω, από που είμαι, πότε ήρθα, αν είμαι παντρεμένη. “Α για αυτό δεν σε έχω δει. Εγώ μένω σε αυτό το διαμέρισμα εκεί,” και σηκώνοντας το μπαστούνι έδειξε το τέλος του διαδρόμου. “Να βγαίνω το πρωί και περπατάω στο διάδρομο λιγάκι να ξεμουδιάσω. Βλέπεις με έχουν σακατέψει οι γιατροί το πόδι και δεν μπορώ να περπατήσω καλά.”Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω τι και πώς και ο κύριος Κώστας πήρε μπρος. “ Να, ο Μουλάς, αυτό το τέρας, με βαλε τρεις φορές στο χειρουργείο και δεν μπορούσε να το κολλήσει σωστά το κόκκαλο. Στον ακτινολογικό, που πήγαινα να βγάλω πλάκες, με κορόιδευαν. Καλά, παππούλη, ο γιατρός με ψαρόκολλα στο βάζει τον γοφό να κολλήσει και όλο του φεύγει; Τέτοιος άχρηστος. Θα πάθαινα γάγγραινα και θα μου το κοβαν αν δεν βρισκόταν, αυτός ο άγιος ο Μανούδης στην κλινική στη Λάρισα να με πάρει και να μου το βάλει στη θέση του. Έλα μου λέει αύριο και θα σε φτιάξω. Και έτσι έγινε. Του σκασα και πεντακόσιες χιλιάδες εκείνη την εποχή, αλλά αυτός ήταν γιατρός. Μάλιστα. Ότι έλεγε το ξερε.” Ενδιαφέρον ορισμός της ιατρικής επιστήμης, σκέφτηκα φευγαλέα, αλλά δεν με έπαιρνε να θίξω τέτοιο θέμα εν μέσω πανδημίας. Ο κύριος Κώστας συνέχιζε να με κοιτάει ενώ μέναμε αμήχανοι και αμίλητοι για κάποια λεπτά. Έλα όμως που τώρα δεν ήξερα τι να πω για να κλείσω την πόρτα, χωρίς να φανώ αγενής. Πρέπει να δουλέψω; Θα κάψω το φαί; Έχω κόσμο; Ποιος να με πιστέψει;

“Οι γιατροί, που λες, αυτοί οι μαύροι σκύλοι. Μακρυά τους”, συνέχισε ο κύριος Κώστας, “Εμένα που με βλέπεις είχα γυρίσει όλη την Ευρώπη με το φορτηγό, είχα οδηγήσει και μεγάλους γερανούς, είχα δίπλωμα από τα μικρά μου τα χρόνια, δεν είχα βάλει τσιγάρο στο στόμα, γρίπη δεν είχα πάθει μια φορά να κάνω πυρετό, έπαιρνα τον πέτρα και την έστυβα, ε αυτοί οι γιατροί με φάγανε. Κοίτα πως με καταντήσανε...σακάτη.” Και πριν προλάβω να πω τίποτα, ο κύριος Κώστας με πρόλαβε, και έδωσε τη λύση, “Μην σε καθυστερώ, όμως, κορίτσι μου θα έχεις και δουλειά, ” και έκανε να φύγει σέρνοντας το αριστερό του πόδι. Εγώ χαζολογώντας, μου βγήκαν κάτι ευγενικά και καθώς πρέπει, “μην ανησυχείτε, χαρά μου, γείτονες είμαστε.”

Και εκεί ο κύριος Κώστας, σαν άλλος Οδυσσέας, γύρισε και μου είπε με την ειλικρίνεια αυτών που δεν έχουν να χάσουν τίποτα, γιατί μπροστά τους έχουν μέρες μετρημένες, “Είσαι όμορφη πολύ. Θα μου δώσεις ένα φιλάκι;” Ακούγοντας τον κόντεψα να πάθω συγκοπή και το μόνο που κατάφερα να πω ήταν πως οι γιατροί, που τόσο πολύ τους είχε συμβουλευτεί σε όλη του τη ζωή, δεν θα συμφωνούσαν με τέτοιες οικειότητες, εν μέσω κορωνοϊού.

Ο κύριος Κώστας δεν λύγισε βέβαια. Τις επόμενες μέρες χτύπησε και ξαναχτύπησε το κουδούνι. Εγώ, όμως, απορροφημένη από τα μαθήματα και τις φωνές που συνέχιζαν να βγαίνουν από το μαύρο κουτί του υπολογιστή δεν του άνοιξα. Σε όσους είπα για τον κύριο Κώστα, έπεσαν να τον φάνε. Και “πρώτα πεθαίνει κανείς και μετά του φεύγει το χούι”, και άλλα τέτοια.

Όποιος όμως είχε περάσει έστω και λίγο από το σπήλαιο της μοναξιάς, δεν τον έκρινε. Γνώριζε πως μέχρι και ο Οδυσσέας κρύφτηκε κάτω από ένα πρόβατο και έγινε ο Κανένας για να γλυτώσει. Ο κύριος Κώστας δεν θα γινόταν λύκος για να κερδίσει ένα φιλάκι;

Εκείνο το βράδυ, και ενω διανύαμε το δεύτερο κύμα αυτής της διαολεμένης πανδημίας, ονειρεύτηκα πως ταξίδευα και πάλι με το μικρό μου ιστιοπλοϊκό σε ανοιχτή θάλασσα, με ούριο άνεμο.






N_7: Η Σοφερίνα

Στον Κόσμο της

Μπιλιέτο Ν_7

Η Σοφερίνα

Εκείνο το καλοκαίρι του κορωνοϊού το πέρασα σα μαθήτρια που μόλις είχε δώσει πανελλήνιες. Μουδιασμένη, από το ζόρι της κλεισούρας, μπαφιασμένη από την οθόνη και τη μουγκαμάρα των τεσσάρων τοίχων, ήθελα να βγω από το σπίτι και να χορτάσω σοκάκια. Και το κανα. Ανέβηκα βουνά, μπήκα σε ιστιοπλοϊκά, ψάρεψα, κοιμήθηκα κάτω από τα αστέρια, ήπια, κολύμπησα, μέτρησα ξανά και ξανά τα δευτερόλεπτα της αναπνοής μου κάτω από το νερό, έχασα δυο κιλά και μετά τα ξαναβαλα από το φαΐ, γέλασα, είπα ναι σε όλα και δεν μετάνιωσα τίποτα. Από την εποχή της καραντίνας, μόλις τρεις μήνες πριν, μας είχαν μείνει μονάχα οι μάσκες που χωνόντουσαν σε τσάντες, τσέπες ή κρεμόντουσαν από τους καθρέφτες των αυτοκινήτων, εκεί που άλλοτε έμπαινε το ματάκι ή ο σταυρός.

Και επειδή καβατζάριζα τα σαράντα, εκείνο το ίδιο καλοκαίρι, είπα να πάρω και ένα αμάξι. Ακολουθούσα κατά γράμμα τις ροδιές χειραφέτησης της Σιμόν ντε Μποβουάρ και της Βιρτίνιας Γουλφ- να χεις το δικό σου αμάξι και το δικό σου πορτοφόλι, όπως θα μετέφραζε στα ελληνικά η μάνα μιας φίλης μου. Ξεκίνησα με τα μεταχειρισμένα. Όλοι είχαν γνώμη. Πετρέλαιο, όχι βενζίνη. Καλά είσαι τρελή; Αέριο θα πάρεις. Τα υβριδικά μην τα εμπιστεύεσαι. Να μπεις στο ίντερνετ να δεις, μου λέγανε, έχει πολλές ευκαιρίες. Έμπαινα και εγώ να κάνω έρευνα, όπως έκανα το διδακτορικό: “Το φερα από Ιταλία, μεγάλη ευκαιρία”, “Από γυναίκα οδηγό, με λίγα χιλιόμετρα”, “Πρώτο χέρι, από ελληνική αντιπροσωπεία”, διάβαζα στις αγγελίες και πελάγωνα. Έσερνα κάτι φίλους μηχανικούς μαζί μου, να τα δουν, αυτά που είχα επιλέξει. Τα ζουλούσαμε, τα ξεσκονίζαμε μέσα έξω, τα πηγαίναμε σε συνεργεία, βρίσκαμε ελαττώματα που ούτε οι ιδιοκτήτες ξέρανε. Καποιανού του βρήκαμε πειραγμένα χιλιόμετρα, του αλλουνού κρυμμένο τρακάρισμα. Πέρασα στα καινούργια από απελπισία. Έκανα το γύρω των αντιπροσωπειών, όλα έμοιαζαν με αυτά που βλέπαμε κάποτε στις ταινίες. Με φανταζόμουν μέσα να πατάω όλα αυτά τα κουμπιά μαζί, όπως κάνουν οι πιανίστες. Κάμερες, αισθητήρες για παρκάρισμα, θερμαινόμενα καθίσματα. Ήμουν έτοιμη να αγοράσω ένα τέτοιο, όταν η λογίστρια μου θύμισε πως το περσινό μου εισόδημα δεν δικαιολογούσε αμάξι, και έτσι ξέχασα για λίγο και τις φεμινιστικές θεωρίες και τα ταξίδια. Γύρισα στο ποδήλατο.

Ένα βράδυ λοιπόν, καθώς επέστρεφα με το ποδήλατο από τις αυτές τις αμέτρητες εξόδους μου εκεί στις δώδεκα ακριβώς που έκλειναν πια τα τσιπουράδικα, στον πεζόδρομο της Ερμού, διασταυρώνομαι με ένα μεθυσμένο. Όχι όμως το μπεκρή, που είναι μονίμως λιάρδα, τον άπλυτο. Όχι. Αυτός ο άντρας, με το κανονικό του το παντελόνι, το πουκάμισο το σιδερωμένο είχε παραπιεί μονάχα εκείνο το βράδυ, δεν ήταν μαθημένος στο πιοτό, φαινόταν. Και έκοβε οχτάρια. “Γιατί ρε Κατερινάκι, γιατί, πες μου;” άκουσα να λέει, σχεδόν με αναφιλητά. “Εγώ ρε Κατερινάκι, που σου δωσα τα πάντα, μέχρι και αυτοκίνητο σου πήρα,” συνέχισε. Κατέβηκα από το ποδήλατο και πήγα προς το μέρος του. Είχε πέσει πάνω στον τοίχο της κατάληψης Ματσάγγου,τώρα, και ζύγιαζε αν θα σωριαζόταν ή αν θα μενε όρθιος. Σταμάτησα και τον ρώτησα αν θέλει βοήθεια. Μου είχε μείνει από τας Ευρώπας το νοιάξιμο για το μεθυσμένο. “Την πρόσεχα σα τα μάτια μου. Της έφερνα τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, τώρα με τον κορωνοϊο έβγαζα έξω τις σακούλες στο μπαλκόνι, εβγαζα και τα παπούτσια, τα παντελόνια, γυρνούσα με το σώβρακο, με βλέπανε οι γειτόνισσες μηχανικό άνθρωπο, έμπαινα και έπλενα τα χέρια μου μετρώντας μέχρι το τριάντα και μετά θα την ακούμπαγα, να τη φίλαγα, δεν πήγα να δω τη μάνα μου στο χωριό δυο μήνες, γιατί το Κατερινάκι φοβόταν τάχα να πάμε στην Κοζάνη, που είχε τόσα κρούσματα. Και τις αγόρασα και αμάξι. Έβαλα δόσεις και της πήρα ένα από αυτά τα υβριδικά για να πηγαίνει παντού και να μην σκέφτεται τις βενζίνες. Και όταν μας έβγαλαν από τη καραντίνα, εγώ πάλι έτρεξα να τη πάω να ξεσκάσει. Θάλασσες θέλει το Κατερινάκι; Θάλασσες. Βουνό ορέχτηκε το Κατερινακι; Να πάμε. Την είχα στο όπα όπα. Και γυρνάω προχτές από τη δουλειά και είχε αδειάσει τη ντουλάπα, είχε πάρει και το αμάξι από το γκαράζ. Τελείωσε ο κορωνοϊός, τελείωσα και εγώ, μου γράψε σε ένα χαρτί. Πίνω όλη μέρα σήμερα και δεν λέει να φύγει από το μυαλό μου,” και τότε λύγισε στα κλάματα κοτζάμ άντρας. “Πάντως ο κορωνοιός δεν τελείωσε”, του είπα, για να τον παρηγορήσω. Αλλά δεν φαινόταν να εκτιμά το συνειρμό μου μέσα στη ζάλη του. “Και να δεις πώς οδηγούσε, σωστή σοφερίνα”, συνέχισε ρουφώντας τις μύξες του, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει και σύρθηκε τοίχο τοίχο και απομακρύνθηκε από μένα, που είχα μείνει με το ποδήλατο στα χέρια, το κράνος στο κεφάλι και τα φωτάκια να αναβοσβήνουν σαν ανθρακωρύχος.

Κάνοντας πηδάλι για να φύγω σκέφτηκα πως ο κορωνοϊός όντως ήταν σαν μια σχέση, που τη ζήσαμε έντονα, τη χωρίσαμε και τώρα γλέντουσαμε το καλοκαίρι έξω για να την ξεχάσουμε. Παρέμενε όμως η απουσία της να μας στοιχειώνει, όπως το Κατερινάκι. Μέχρι να βρισκόταν το εμβόλιο ή αγάπη που θα τη γιάτρευε. Μέχρι τότε μάσκα και αποστάσεις.





Ν_6 : Γραμμα σε μια νέα ποιήτρια.

Στον Κόσμο Της

Μπιλιέτο Ν_6

Γραμμα σε μια νέα ποιήτρια.

Αγαπητή Σούλα,

Θα σε ξαφνιάσει το δίχως άλλο τούτο μου το γράμμα. Φαντάζομαι ότι δεν υπολόγιζες να λάβεις γραπτή απάντηση σε εκείνη την ερώτηση που, άθελα σου πρόβαλλες για άμυνα, προσπαθώντας να δικαιολογηθείς όταν ήρθα να σου χτυπήσω το κουδούνι, γιατί έκανες φασαρία.

“Μα και τι να κάνω;”, μου είχες είπες με απόλυτη ειλικρίνεια.

Εμφανίστηκες στη μέση της καραντίνας. Μέχρι τότε το διαμέρισμα σου ήταν κενό και εγώ— το κορίτσι από το χωριό που δεν θα συνήθιζα ποτέ τους θορύβους του ανθρωπίνου χνότου—είχα την ησυχία μου. Την πρώτη φορά που κάναμε γνωριμία, αν θυμάσαι, είχες βάλει το πλυντήριο να γυρνάει με όλες του τις στροφές στις 05.30 το πρωί. Ντουντουντουντου. Όταν σώπασε αυτό αναδύθηκε η ηλεκτρική σκούπα, που ρουφούσε τη σκόνη κάθε πρωί στις 08,30 αδιαλείπτως. Ββββββββου. Μετά έσερνες τα έπιπλα για να περάσεις τη σφουγγαρίστρα. Ντρρρριιιι. Στα 60 σου, έβαφες ακόμη τα μαλλιά σου με εκείνο το ξανθό που το περιέγραφες στη κομμώτρια σου “ τα θέλω σαν της Βουγιουκλάκη”. Στο κουδούνι ήταν γραμμένο το όνομα ενός ανδρός και όχι το δικό σου. Για σένα η καθαριότητα έμοιαζε με καθημερινή προσευχή σε μια θεότητα, που αν δεν λάμβανε το σέβας και τις θυσίες που της αναλογούσαν, μοίραζε τιμωρία. Με προσήλωση ιέρειας ακολουθούσες ευλαβικά το τυπικό της ιεροτελεστίας που μόνη σου είχες ορίσει και μόνο εφόσον έτρεμες από την κούραση, μπορούσες να πέσεις για ύπνο. Δεν καταλάβαινα όμως τη θρησκεία σου. Εγώ μπορούσα να συζώ με τη σκόνη, να πατάω πάνω σε στοιβαγμένα ρούχα και να έχω τα πιάτα άπλυτα για μέρες.

Προχτές, όμως, φεύγοντας για να πάω επιτέλους να πιω το πρώτο πρωινό καφέ σε μαγαζί και όχι στο όρθιο — από τότε που η πανδημία είχε σωπάσει, για λίγο, για πολύ ποιος το ξέρει;— πέφτω πάνω σε ένα νευρώδη άντρα, κοντό, αεικίνητο, με αμέτρητα, χρωματιστά κομποσκοίνια περασμένα στο χέρι, ένα σκουλαρίκι στο αυτί και ένα σταυρό να κρέμεται γύρω από το λαιμό του, που μου κρατάει την πόρτα της πολυκατοικίας για να περάσω. Πατάω πάνω στο φρεσκοσφουγγαρισμένο μάρμαρο της κεντρικής εισόδου ζητώντας επανειλημμένα συγνώμη, με τεράστιο αίσθημα ενοχής που αμαυρώνω τη γυαλιστερή επιφάνεια, που το καθαριστικό έχει μόλις εναποθέσει πάνω του.

“Μην ανησυχείτε, καθόλου. Εσείς να είστε καλά. Εγώ θα ξανακαθαρίσω. Αυτή είναι η δουλειά μου. Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Ανδρέας. Ορίστε και η κάρτα μου,” και απλώνει το χέρι του με περηφάνια. “Ανδρέας ο Σίφουνας. Συνεργεία Καθαρισμού,” διαβάζω και ο πληθυντικός μου κινεί το ενδιαφέρον. “Έχετε πολλούς που δουλεύουν στην επιχείρηση;” ρωτάω με περιέργεια. “Όχι, βασικά εγώ και η γυναίκα μου καθαρίζουμε, αλλά τώρα επειδή προσέχει το πιτσιρίκι μας το Σάββα, έρχομαι μόνος μου. Εφτά χρόνια τη κάνω αυτή τη δουλειά, αλλά να πω πως μας προτιμάνε γιατί είμαι επαγγελματίας. Κοιτάξτε το φυσητήρα μου, κάνω ένα φρουυυστ και φυσάω όλα τα φύλλα σε μια γωνιά και μετά τα μαζεύω με τη σκούπα. Έχω το φαμπουλόζο μου, το αζαξ μου, τα ρίχνω αυτά και τρίζουν από καθαριότητα τα μάρμαρα, τσσσσσιιιιιτ και άσε που μυρίζει και ο τόπος όλος. Εσείς όταν θα ρθειτε, θα το μυρίσετε και θα ναι σαν να χει καθαρίσει η μανούλα σας. Καταλάβατε; ”, με ρωτάει και εγώ προσπαθώ να θυμηθώ πώς μύριζε το σπίτι στο χωριό όταν σφουγγάριζε η μάνα μου. Χλωρίνη αναδύεται από το βάθος των ρουθουνιών μου, αλλά ο Ανδρέας, ως σωστός σίφουνας, με ρουφάει έξω από τις ονειροπολήσεις μου. “Δείτε απέναντι την πολυκατοικία. Πως είναι χορταριασμένο και παρατημένο το πεζοδρόμιο. Δείτε το δικό μας εδώ. Λαμπίκο. Να συγκρίνεσαι, μου λεγε ο πατέρας μου, μονάχα για να πας παραπέρα και όχι να κλαίγεσαι που δεν πήγες εκεί που ήθελες,” μου λέει όλο καμάρι.

Κοιτάζω στα μάτια τον Ανδρέα τον Σίφουνα για λίγο χωρίς να πω τίποτα. Τον χαιρετάω βιαστικά για να πάω να πιω επιτέλους εκείνο τον καφέ. Με τη μυρωδιά όμως από το φαμπουλόζο στη μύτη μου, αγαπητή Σούλα, αρχίζω επιτέλους να καταλαβαίνω τη θρησκεία σου και τις ιεροτελεστίες της. Πώς κάνοντας τόσες ώρες καθαριότητα γεμίζεις το άδειο σου σπίτι με ήχους. Πώς από τη πίστη σου στα καθαριστικά και τις απώλειες από τον πόλεμο σου με τη σκόνη αναδύεται μια ποίηση πρωτοποριακή. Ηχητική. Μπραααμ, φφφφουστ, ζζζζιτ, κεεεεφ. Σε τόνο μελαγχολικό, που σου θυμίζει δίχως άλλο, τη νιότη και τη παιδική σου ηλικία, αυτό το αστείρευτο πηγάδι στο οποίο τόσοι και τόσοι δημιουργοί γυρίζουν για να πιουν νερό και να εμπνευστούν. Μαθαίνεις, αγαπητή Σούλα, να συνθέτεις θορύβους, όταν όλοι οι άλλοι εμείς γράφουμε με λέξεις. Τόσο μεγάλο το άλμα σου, που ακόμη και τώρα δεν πιστεύεις πως είσαι ποιήτρια. Αυτή του τύπου η πίστη, που δεν αλλάζει φαινομενικά τίποτα σε ένα δημιουργό, αλλά του δίνει το δικαίωμα να συστηθεί ως τέτοιος στον κόσμο. Όπως ο Ανδρέας ο Σίφουνας. Αλλά ως γυναίκα τελικά πάντα αναμετριόσουν με αυτά που δεν μπόρεσες να γίνεις, και όχι με αυτά που τελικά κάνεις: αυτούς τους άναρθρους ήχους που έχεις μέσα σου και που μόνο, προς το παρόν η σκούπα, μπορεί να τους εκφράσει. Περιμένουμε και άλλα από σένα.

Ελπίζω να μην γίνομαι φορτική. Δέξου τις λίγες τούτες αράδες με κατανόηση.

Η γειτόνισσα του 2ου ορόφου.













N_5: Το όνειρο μιας Θείας Κοινωνίας

Στον Κόσμο της

Μπιλιέτο Ν_5

Το όνειρο μιας Θείας Κοινωνίας

Ήταν Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι. Μουντή συννεφιά, μας σκέπαζε, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Από το παράθυρο μου κοιτούσα απέναντι το σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Περίμενα τη γιαγιά την Ελισσώ να μου πει να κατέβω. Κρατιόμουν πίσω από το παράθυρο όπως πίσω από μια φυλακή. Μπορούσα να μπω και να βγω, αλλά τελικά έμενα ακίνητη. Κρυβόμουν από κάποιον; Η γιαγιά βγήκε στο μπαλκόνι, με έψαξε με το βλέμμα της, και ας μην έβλεπε. Φαίνεται πως η προσυμφωνηθείσα συνάντηση μας την οδηγούσε στη θολούρα που άπλωνε ο εγχειρισμένος, πλέον, καταρράχτης της. Κατέβηκα να την πάρω. Σίγουρα φορούσα μαύρα, αυτό το θυμάμαι, αλλά τα ρούχα μου γυάλιζαν σαν να ήταν από μετάξι, φέγγιζαν σχεδόν σαν λευκά. Την πήρα αγκαζέ και αρχίσαμε να περπατάμε αργά σα χελώνες μέχρι την Αγία Μαρίνα. Η γιαγιά μουρμούριζε στα τουρκικά και μονάχα το όνομα της θεία της Μανής, της κόρη της, που την έχασε από εγκεφαλικό πριν από δυο χρόνια, αναδύονταν εδώ και εκεί. Σωσίβια λέμβος το όνομα της θείας πιανόμουν από πάνω της όπως όπως. Μά-νη-Μα-νη-Μα-νη. Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα και καθώς περπατούσαμε, αγκαλιάζαμε έναν έναν τους ομόκεντρους κύκλους που διέγραφε ο επαναλαμβανόμενος ήχος τους. Φτάναμε σιγά σιγά, όλο και πιο κοντά, στη πηγή του. Όταν μπήκαμε στην εκκλησία, η λειτουργία της αποκαθήλωσης είχε τελειώσει εδώ και ώρα και ο επιτάφιος έστεκε στη μέση του ναού αστόλιστος ακόμη. Η γιαγιά πήγε να προσκυνήσει τον επιτάφιο, άφησε τις πασχαλιές πάνω στο ευαγγέλιο, έπεσε στα τέσσερα και πέρασε από πάνω προς στα κάτω, και από αριστερά προς τα δεξιά, σερνόμενη σε ένα παχύ χαλί με λουλούδια, που κατά τόπους είχε και κόκκους ρύζι από γάμους. Τη βοήθησα να σηκωθεί και καθίσαμε αμίλητες στις άδειες καρέκλες. Γύρω μας η εκκλησία άδεια, ο παπά-Γιώργης, ο λεγόμενος και Παπά-Τσαβαλέρας, βγήκε από τη μεγάλη πύλη και τα φώτα άναψαν. Πήγαινε να μεταλάβεις, μου λέει η γιαγιά, είναι ευλογία. Στην αρχή παραξενεύομαι που μπορούμε να μεταλάβουμε Μεγάλη Παρασκευή. Έπειτα αρχίζω να ντρέπομαι γιατί ο ιερέας περιμένει με το ιερό ποτήριο ανά χείρας και κοιτάει προς το μέρος μου. Σηκώνομαι και προχωρώ προσεκτικά, όπως όταν είμαι στο δάσος. Όταν φτάνω μπροστά του, εμφανίζεται ξαφνικά ο Γιώργος, φορώντας λευκό πουκάμισο. Μένει και δουλεύει στην Κίνα, τι δουλειά έχει εδώ, αναρωτιέμαι. Είμαι θε-τι-κος συλλαβίζει και κοιτάει προς το μέρος μου για να διαβάσω τα χείλη του. Θα μεταλάβω πρώτα εγώ και μετά εσύ στα καπάκια, συνεχίζει. Πρώτα αυτός και μετά εγώ. Ανοίγω το στόμα μου στο μικρό χρυσό κουτάλι που εναποθέτει εντός μου μείγμα χλιαρού γλυκού κρασιού μαζί με μουλιασμένο ψωμί. Για εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα νιώθω ολόκληρο το σώμα μου, από πάνω ως κάτω, και από δεξιά μέχρι τα αριστερά να διαστέλλεται. Αυτός ο επιπλέον χώρος γεμίζει από ακτίνες φωτός που χτυπούν στα τοιχώματα του δέρματος μου. Άλλη και άλλη μια, και άλλη μια, συνέχεια, η μια πάνω στη άλλη, να διασταυρώνονται, να ξεχύνονται μέχρι που να φτάσουν να γίνουν φωτιά. Φλόγες απείθαρχες καίνε, βγαίνουν από το στόμα μου, όταν τελικά καταπίνω τη μεταλαβιά. Κόλλησες και συ τώρα, με λέει ο Γιώργος.”

Ξυπνάω και μου παίρνει λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβω πού βρίσκομαι. Είναι η τέταρτη βδομάδα εγκλεισμού, που τυγχάνει να είναι και Μεγάλη Βδομάδα, και τα όνειρα μου κάθε βράδυ με γυρνάνε πίσω εκεί που νιώθω οικεία, ανακατεύοντας πρόσωπα και τόπους. Έχουμε πλέον όλοι, με τον τρόπο μας, συνηθίσει την απομόνωση, περνάνε οι μέρες χωρίς να αναζητάμε το έξω και τους άλλους. Όπως μετά τους μεγάλους ερωτικούς χωρισμούς—και ενώ στην αρχή έχουμε κλάψει και πλαντάξει για την απώλεια, βγαίνοντας και αναζητώντας τον αγαπημένο στα παραμικρά σημάδια της καθημερινότητας στην πόλη— μια περίοδος ακινησίας τους διαδέχεται, όπου οι επιθυμίες ολοκληρώνονται μονάχα στα όνειρα, χωρίς τη βούλησή μας. Το φετινό Πάσχα, το ζήσαμε όπως θυμόμαστε τα ερωτικά μας όνειρα το πρωί: με το σώμα ακινητοποιημένο αλλά ζεστό από ηδονή, απλώνοντας διστακτικά το χέρι για να βεβαιωθούμε, με θλίψη ή ανακούφιση, πως όντως κάποιος δεν κοιμάται δίπλα μας. Φέτος το Πάσχα, αυτό που βλέπαμε γύρω μας θύμιζε όνειρο ενώ στα όνειρα μας θυμόμασταν ακόμη αυτά που είχαμε κάποτε επιθυμήσει. Σε φίλησα και αρρώστησα.