Στον Κόσμο της
Μπιλιέτο Ν_9
Μαύρη Παρασκευή
“Σου χω πει, αυτά τα νάιλον, να μην τα παίρνεις. Τα φοράς, κρυώνεις και μετά κλάνεις όλη την ώρα”, ακούστηκε η μάνα μου από το βάθος της οθόνης του υπολογιστή όταν της έδειξα τις καινούργιες μου σατέν πιτζάμες που είχα αγοράσει από το ίντερνετ. “Γιατί δεν φοράς αυτές που σου χα πάρει εγώ πέρσι δώρο τα Χριστούγεννα, τις χοντρές με το γιακά, που πιάνουν και το λαιμό και τη μέση να μην κρυώνεις;” συνέχισε στον ίδιο τόνο. Τι να της πω εγώ; Ότι ήμουν σαράντα χρονών και ότι αυτές τις βαμβακερές με τα πράσινα αρκουδάκια τις είχα δώσει στην Εκκλησία αφόρετες, διπλωμένες μέσα στη χάρτινη, χριστουγεννιάτικη συσκευασία τους;
Τις τελευταίες μέρες, και ενώ η καραντίνα μας έσφιγγε για τα καλά, σηκωνόμουν το πρωί από το κρεβάτι, άνοιγα τη ντουλάπα και ντυνόμουν. Κανονικά. Όχι φόρμες, κολάν, πουλόβερ και τέτοια. Διάλεγα φουστάνια, παντελόνια, χρώματα, βαφόμουν με κραγιόν,μάσκαρα και όλα. Έβαζα μάλιστα και άρωμα, αυτό το αντρικό που το χε ξεχάσει ένας φίλος που κοίμισα εδώ το καλοκαίρι και που το μύριζα μετά όλη τη μέρα, ακόμη και αφού είχα τσιγαρίσει το κρεμμύδι για το σπανακόρυζο. Μόνο παπούτσια δεν φόραγα. Στα διαλείμματα από τα διαβάσματα για το γοτθικό ρυθμό, τον Άρη Κωνσταντινίδη και το μεταβιομηχανικό τεχνίτη, ξεφύλλιζα περιοδικά μόδας και αναρωτιόμουν πως θα δείχνα σε αυτά τα υπέροχα κλαρωτά φουστάνια από ιταλικά, άγρια μετάξια.
Βέβαια, αυτή η χωρίς αναστολές καταβύθιση μου στη γυναικεία φιλαρέσκεια, είχε ρίζες από τα πριν. Μάλιστα στο τελευταίο τσίπουρο, πριν μας κλείσουν και πάλι μέσα, είχαμε καταλήξει με σύντροφο φιλικά προσκείμενο στη ριζοσπαστική αριστερά πως η τελική λύση για την απελευθέρωση από τη πατριαρχική σκέψη ήτο η απενοχοποίηση της μίνι φούστας και του μπαλκονάτου στηθόδεσμου. Τόσο τη λαχταρούσα, μάλλον, αυτή την ελευθερία, που σε μια κίνηση ξαφνικής εξέγερσης είχα αφήσει το σύντροφο σύξυλο με τους μεζέδες και τα τσίπουρα και είχα ορμήσει στον τρίτο όροφο παρακείμενου πολυκαταστήματος φωνάζοντας, “κάτω η πατριαρχία, πού είναι τα σατέν σουτιέν;”. Για να λάβω με τη σειρά μου, ως απάντηση από τη πωλήτρια, μια ερώτηση: “Μα και εσείς το ΙΑΚΑ έχετε τελειώσει;”1
Αλλά, ώρες ώρες, έτσι πως ντυνόμουν μοναχή μου μες στο σπίτι και ρχόμουν γύρω, ένιωθα σαν τον Άγιο Σπυρίδωνα, μεγάλη η χάρη του, που του βάζαν καινούργια παπούτσια κάθε χρόνο στη γιορτή του το Δεκέμβρη και στο χρόνο μέσα σηκωνόταν κρυφά, τα “περπάταγε” και τα χάλαγε. Έτσι και εγώ, χωρίς να με βλέπει κανείς, περπάταγα και χάλαγα τις ημέρες ντυμένη, μια μια, μέχρι να έρθουν τα Χριστούγεννα, το εμβόλιο, η άνοιξη, η αγάπη.
Την τελευταία, όμως, Παρασκευή του Νοεμβρίου, και ενώ όλοι είχαν ξυπνήσει από το μαύρο χάραμα για να προλάβουν τις προσφορές της Βlack Friday, εγώ έμεινα λίγο παραπάνω στο κρεβάτι. Κοιμόμουν με τα παντζούρια κατεβασμένα. Ελάχιστο φως έμπαινε από χαμηλά, κάνοντας τα χρώματα των πράσινων φύλλων πάνω στα σεντόνια να φαίνονται πιο καθαρά, σχεδόν αληθινά. Γυρίζοντας στο πλάι για να βολευτώ, το γόνατο μου βγήκε έξω από το βαρύ πάπλωμα, κάτω από το παχύ, πράσινο στρώμα των φύλλων. Φορούσα τις λευκές, σατέν, λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο, πιτζάμες μέσα στις οποίες γλιστρούσα όπως το ψάρι μέσα από τα χέρια μου όταν το πιανα να το καθαρίσω. Χλουπ, χλούπ. Κρύωσα και γρήγορα ξανακουκουλώθηκα. Μπρρρ... Αλλά περνώντας από το κρύο στο ζεστό και το έξω στο κάτω από τα φύλλα, ανατρίχιασα. Και ήταν τότε που οι ρώγες μου πετάχτηκαν ανυπάκουες. Το τσιγαρόχαρτο σκίστηκε σε δυο σημεία. Γύρισα από τη άλλη και ένας άντρας, γυμνός κοιμόταν δίπλα μου. Η πλάτη του, γεμάτη τρίχες. Ανέπνεε ελαφρά, όπως ένα παιδί. Δεν ροχάλιζε. Παράξενο, σκέφτηκα, για άντρα. Με την ανάσα του να βρωμάει από τη πρωινή αφαγιά και το χθεσινό τσιγάρο, γύρισε προς το μέρος μου. Δεν τον ήξερα, αλλά μου θύμιζε κάποιον. Ποιόν; Έπιασε και τακτοποίησε τον γιακά από τις σατέν μου πιτζάμες, όπως θα έφτιαχνε το πουκάμισο του στον καθρέφτη. “Να βρούμε χαρτί να στρίψουμε κανένα τσιγάρο”, μου είπε. Παρακάλεσα από μέσα μου οι λευκές, σατέν πιτζάμες να χαν αρκετό νάιλον για να πάρουν φωτιά.
Και πριν προλάβουμε να καλέσουμε την Πυροσβεστική, ξύπνησα. Γαμώτο!
1Σ.τ.Μ: Αναφορά στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας