Στον Κόσμο της
Μπιλιέτο Ν_7
Η Σοφερίνα
Εκείνο το καλοκαίρι του κορωνοϊού το πέρασα σα μαθήτρια που μόλις είχε δώσει πανελλήνιες. Μουδιασμένη, από το ζόρι της κλεισούρας, μπαφιασμένη από την οθόνη και τη μουγκαμάρα των τεσσάρων τοίχων, ήθελα να βγω από το σπίτι και να χορτάσω σοκάκια. Και το κανα. Ανέβηκα βουνά, μπήκα σε ιστιοπλοϊκά, ψάρεψα, κοιμήθηκα κάτω από τα αστέρια, ήπια, κολύμπησα, μέτρησα ξανά και ξανά τα δευτερόλεπτα της αναπνοής μου κάτω από το νερό, έχασα δυο κιλά και μετά τα ξαναβαλα από το φαΐ, γέλασα, είπα ναι σε όλα και δεν μετάνιωσα τίποτα. Από την εποχή της καραντίνας, μόλις τρεις μήνες πριν, μας είχαν μείνει μονάχα οι μάσκες που χωνόντουσαν σε τσάντες, τσέπες ή κρεμόντουσαν από τους καθρέφτες των αυτοκινήτων, εκεί που άλλοτε έμπαινε το ματάκι ή ο σταυρός.
Και επειδή καβατζάριζα τα σαράντα, εκείνο το ίδιο καλοκαίρι, είπα να πάρω και ένα αμάξι. Ακολουθούσα κατά γράμμα τις ροδιές χειραφέτησης της Σιμόν ντε Μποβουάρ και της Βιρτίνιας Γουλφ- να χεις το δικό σου αμάξι και το δικό σου πορτοφόλι, όπως θα μετέφραζε στα ελληνικά η μάνα μιας φίλης μου. Ξεκίνησα με τα μεταχειρισμένα. Όλοι είχαν γνώμη. Πετρέλαιο, όχι βενζίνη. Καλά είσαι τρελή; Αέριο θα πάρεις. Τα υβριδικά μην τα εμπιστεύεσαι. Να μπεις στο ίντερνετ να δεις, μου λέγανε, έχει πολλές ευκαιρίες. Έμπαινα και εγώ να κάνω έρευνα, όπως έκανα το διδακτορικό: “Το φερα από Ιταλία, μεγάλη ευκαιρία”, “Από γυναίκα οδηγό, με λίγα χιλιόμετρα”, “Πρώτο χέρι, από ελληνική αντιπροσωπεία”, διάβαζα στις αγγελίες και πελάγωνα. Έσερνα κάτι φίλους μηχανικούς μαζί μου, να τα δουν, αυτά που είχα επιλέξει. Τα ζουλούσαμε, τα ξεσκονίζαμε μέσα έξω, τα πηγαίναμε σε συνεργεία, βρίσκαμε ελαττώματα που ούτε οι ιδιοκτήτες ξέρανε. Καποιανού του βρήκαμε πειραγμένα χιλιόμετρα, του αλλουνού κρυμμένο τρακάρισμα. Πέρασα στα καινούργια από απελπισία. Έκανα το γύρω των αντιπροσωπειών, όλα έμοιαζαν με αυτά που βλέπαμε κάποτε στις ταινίες. Με φανταζόμουν μέσα να πατάω όλα αυτά τα κουμπιά μαζί, όπως κάνουν οι πιανίστες. Κάμερες, αισθητήρες για παρκάρισμα, θερμαινόμενα καθίσματα. Ήμουν έτοιμη να αγοράσω ένα τέτοιο, όταν η λογίστρια μου θύμισε πως το περσινό μου εισόδημα δεν δικαιολογούσε αμάξι, και έτσι ξέχασα για λίγο και τις φεμινιστικές θεωρίες και τα ταξίδια. Γύρισα στο ποδήλατο.
Ένα βράδυ λοιπόν, καθώς επέστρεφα με το ποδήλατο από τις αυτές τις αμέτρητες εξόδους μου εκεί στις δώδεκα ακριβώς που έκλειναν πια τα τσιπουράδικα, στον πεζόδρομο της Ερμού, διασταυρώνομαι με ένα μεθυσμένο. Όχι όμως το μπεκρή, που είναι μονίμως λιάρδα, τον άπλυτο. Όχι. Αυτός ο άντρας, με το κανονικό του το παντελόνι, το πουκάμισο το σιδερωμένο είχε παραπιεί μονάχα εκείνο το βράδυ, δεν ήταν μαθημένος στο πιοτό, φαινόταν. Και έκοβε οχτάρια. “Γιατί ρε Κατερινάκι, γιατί, πες μου;” άκουσα να λέει, σχεδόν με αναφιλητά. “Εγώ ρε Κατερινάκι, που σου δωσα τα πάντα, μέχρι και αυτοκίνητο σου πήρα,” συνέχισε. Κατέβηκα από το ποδήλατο και πήγα προς το μέρος του. Είχε πέσει πάνω στον τοίχο της κατάληψης Ματσάγγου,τώρα, και ζύγιαζε αν θα σωριαζόταν ή αν θα μενε όρθιος. Σταμάτησα και τον ρώτησα αν θέλει βοήθεια. Μου είχε μείνει από τας Ευρώπας το νοιάξιμο για το μεθυσμένο. “Την πρόσεχα σα τα μάτια μου. Της έφερνα τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ, τώρα με τον κορωνοϊο έβγαζα έξω τις σακούλες στο μπαλκόνι, εβγαζα και τα παπούτσια, τα παντελόνια, γυρνούσα με το σώβρακο, με βλέπανε οι γειτόνισσες μηχανικό άνθρωπο, έμπαινα και έπλενα τα χέρια μου μετρώντας μέχρι το τριάντα και μετά θα την ακούμπαγα, να τη φίλαγα, δεν πήγα να δω τη μάνα μου στο χωριό δυο μήνες, γιατί το Κατερινάκι φοβόταν τάχα να πάμε στην Κοζάνη, που είχε τόσα κρούσματα. Και τις αγόρασα και αμάξι. Έβαλα δόσεις και της πήρα ένα από αυτά τα υβριδικά για να πηγαίνει παντού και να μην σκέφτεται τις βενζίνες. Και όταν μας έβγαλαν από τη καραντίνα, εγώ πάλι έτρεξα να τη πάω να ξεσκάσει. Θάλασσες θέλει το Κατερινάκι; Θάλασσες. Βουνό ορέχτηκε το Κατερινακι; Να πάμε. Την είχα στο όπα όπα. Και γυρνάω προχτές από τη δουλειά και είχε αδειάσει τη ντουλάπα, είχε πάρει και το αμάξι από το γκαράζ. Τελείωσε ο κορωνοϊός, τελείωσα και εγώ, μου γράψε σε ένα χαρτί. Πίνω όλη μέρα σήμερα και δεν λέει να φύγει από το μυαλό μου,” και τότε λύγισε στα κλάματα κοτζάμ άντρας. “Πάντως ο κορωνοιός δεν τελείωσε”, του είπα, για να τον παρηγορήσω. Αλλά δεν φαινόταν να εκτιμά το συνειρμό μου μέσα στη ζάλη του. “Και να δεις πώς οδηγούσε, σωστή σοφερίνα”, συνέχισε ρουφώντας τις μύξες του, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει και σύρθηκε τοίχο τοίχο και απομακρύνθηκε από μένα, που είχα μείνει με το ποδήλατο στα χέρια, το κράνος στο κεφάλι και τα φωτάκια να αναβοσβήνουν σαν ανθρακωρύχος.
Κάνοντας πηδάλι για να φύγω σκέφτηκα πως ο κορωνοϊός όντως ήταν σαν μια σχέση, που τη ζήσαμε έντονα, τη χωρίσαμε και τώρα γλέντουσαμε το καλοκαίρι έξω για να την ξεχάσουμε. Παρέμενε όμως η απουσία της να μας στοιχειώνει, όπως το Κατερινάκι. Μέχρι να βρισκόταν το εμβόλιο ή αγάπη που θα τη γιάτρευε. Μέχρι τότε μάσκα και αποστάσεις.