Στον Κόσμο Της
Μπιλιέτο Ν_6
Γραμμα σε μια νέα ποιήτρια.
Αγαπητή Σούλα,
Θα σε ξαφνιάσει το δίχως άλλο τούτο μου το γράμμα. Φαντάζομαι ότι δεν υπολόγιζες να λάβεις γραπτή απάντηση σε εκείνη την ερώτηση που, άθελα σου πρόβαλλες για άμυνα, προσπαθώντας να δικαιολογηθείς όταν ήρθα να σου χτυπήσω το κουδούνι, γιατί έκανες φασαρία.
“Μα και τι να κάνω;”, μου είχες είπες με απόλυτη ειλικρίνεια.
Εμφανίστηκες στη μέση της καραντίνας. Μέχρι τότε το διαμέρισμα σου ήταν κενό και εγώ— το κορίτσι από το χωριό που δεν θα συνήθιζα ποτέ τους θορύβους του ανθρωπίνου χνότου—είχα την ησυχία μου. Την πρώτη φορά που κάναμε γνωριμία, αν θυμάσαι, είχες βάλει το πλυντήριο να γυρνάει με όλες του τις στροφές στις 05.30 το πρωί. Ντουντουντουντου. Όταν σώπασε αυτό αναδύθηκε η ηλεκτρική σκούπα, που ρουφούσε τη σκόνη κάθε πρωί στις 08,30 αδιαλείπτως. Ββββββββου. Μετά έσερνες τα έπιπλα για να περάσεις τη σφουγγαρίστρα. Ντρρρριιιι. Στα 60 σου, έβαφες ακόμη τα μαλλιά σου με εκείνο το ξανθό που το περιέγραφες στη κομμώτρια σου “ τα θέλω σαν της Βουγιουκλάκη”. Στο κουδούνι ήταν γραμμένο το όνομα ενός ανδρός και όχι το δικό σου. Για σένα η καθαριότητα έμοιαζε με καθημερινή προσευχή σε μια θεότητα, που αν δεν λάμβανε το σέβας και τις θυσίες που της αναλογούσαν, μοίραζε τιμωρία. Με προσήλωση ιέρειας ακολουθούσες ευλαβικά το τυπικό της ιεροτελεστίας που μόνη σου είχες ορίσει και μόνο εφόσον έτρεμες από την κούραση, μπορούσες να πέσεις για ύπνο. Δεν καταλάβαινα όμως τη θρησκεία σου. Εγώ μπορούσα να συζώ με τη σκόνη, να πατάω πάνω σε στοιβαγμένα ρούχα και να έχω τα πιάτα άπλυτα για μέρες.
Προχτές, όμως, φεύγοντας για να πάω επιτέλους να πιω το πρώτο πρωινό καφέ σε μαγαζί και όχι στο όρθιο — από τότε που η πανδημία είχε σωπάσει, για λίγο, για πολύ ποιος το ξέρει;— πέφτω πάνω σε ένα νευρώδη άντρα, κοντό, αεικίνητο, με αμέτρητα, χρωματιστά κομποσκοίνια περασμένα στο χέρι, ένα σκουλαρίκι στο αυτί και ένα σταυρό να κρέμεται γύρω από το λαιμό του, που μου κρατάει την πόρτα της πολυκατοικίας για να περάσω. Πατάω πάνω στο φρεσκοσφουγγαρισμένο μάρμαρο της κεντρικής εισόδου ζητώντας επανειλημμένα συγνώμη, με τεράστιο αίσθημα ενοχής που αμαυρώνω τη γυαλιστερή επιφάνεια, που το καθαριστικό έχει μόλις εναποθέσει πάνω του.
“Μην ανησυχείτε, καθόλου. Εσείς να είστε καλά. Εγώ θα ξανακαθαρίσω. Αυτή είναι η δουλειά μου. Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ. Ανδρέας. Ορίστε και η κάρτα μου,” και απλώνει το χέρι του με περηφάνια. “Ανδρέας ο Σίφουνας. Συνεργεία Καθαρισμού,” διαβάζω και ο πληθυντικός μου κινεί το ενδιαφέρον. “Έχετε πολλούς που δουλεύουν στην επιχείρηση;” ρωτάω με περιέργεια. “Όχι, βασικά εγώ και η γυναίκα μου καθαρίζουμε, αλλά τώρα επειδή προσέχει το πιτσιρίκι μας το Σάββα, έρχομαι μόνος μου. Εφτά χρόνια τη κάνω αυτή τη δουλειά, αλλά να πω πως μας προτιμάνε γιατί είμαι επαγγελματίας. Κοιτάξτε το φυσητήρα μου, κάνω ένα φρουυυστ και φυσάω όλα τα φύλλα σε μια γωνιά και μετά τα μαζεύω με τη σκούπα. Έχω το φαμπουλόζο μου, το αζαξ μου, τα ρίχνω αυτά και τρίζουν από καθαριότητα τα μάρμαρα, τσσσσσιιιιιτ και άσε που μυρίζει και ο τόπος όλος. Εσείς όταν θα ρθειτε, θα το μυρίσετε και θα ναι σαν να χει καθαρίσει η μανούλα σας. Καταλάβατε; ”, με ρωτάει και εγώ προσπαθώ να θυμηθώ πώς μύριζε το σπίτι στο χωριό όταν σφουγγάριζε η μάνα μου. Χλωρίνη αναδύεται από το βάθος των ρουθουνιών μου, αλλά ο Ανδρέας, ως σωστός σίφουνας, με ρουφάει έξω από τις ονειροπολήσεις μου. “Δείτε απέναντι την πολυκατοικία. Πως είναι χορταριασμένο και παρατημένο το πεζοδρόμιο. Δείτε το δικό μας εδώ. Λαμπίκο. Να συγκρίνεσαι, μου λεγε ο πατέρας μου, μονάχα για να πας παραπέρα και όχι να κλαίγεσαι που δεν πήγες εκεί που ήθελες,” μου λέει όλο καμάρι.
Κοιτάζω στα μάτια τον Ανδρέα τον Σίφουνα για λίγο χωρίς να πω τίποτα. Τον χαιρετάω βιαστικά για να πάω να πιω επιτέλους εκείνο τον καφέ. Με τη μυρωδιά όμως από το φαμπουλόζο στη μύτη μου, αγαπητή Σούλα, αρχίζω επιτέλους να καταλαβαίνω τη θρησκεία σου και τις ιεροτελεστίες της. Πώς κάνοντας τόσες ώρες καθαριότητα γεμίζεις το άδειο σου σπίτι με ήχους. Πώς από τη πίστη σου στα καθαριστικά και τις απώλειες από τον πόλεμο σου με τη σκόνη αναδύεται μια ποίηση πρωτοποριακή. Ηχητική. Μπραααμ, φφφφουστ, ζζζζιτ, κεεεεφ. Σε τόνο μελαγχολικό, που σου θυμίζει δίχως άλλο, τη νιότη και τη παιδική σου ηλικία, αυτό το αστείρευτο πηγάδι στο οποίο τόσοι και τόσοι δημιουργοί γυρίζουν για να πιουν νερό και να εμπνευστούν. Μαθαίνεις, αγαπητή Σούλα, να συνθέτεις θορύβους, όταν όλοι οι άλλοι εμείς γράφουμε με λέξεις. Τόσο μεγάλο το άλμα σου, που ακόμη και τώρα δεν πιστεύεις πως είσαι ποιήτρια. Αυτή του τύπου η πίστη, που δεν αλλάζει φαινομενικά τίποτα σε ένα δημιουργό, αλλά του δίνει το δικαίωμα να συστηθεί ως τέτοιος στον κόσμο. Όπως ο Ανδρέας ο Σίφουνας. Αλλά ως γυναίκα τελικά πάντα αναμετριόσουν με αυτά που δεν μπόρεσες να γίνεις, και όχι με αυτά που τελικά κάνεις: αυτούς τους άναρθρους ήχους που έχεις μέσα σου και που μόνο, προς το παρόν η σκούπα, μπορεί να τους εκφράσει. Περιμένουμε και άλλα από σένα.
Ελπίζω να μην γίνομαι φορτική. Δέξου τις λίγες τούτες αράδες με κατανόηση.
Η γειτόνισσα του 2ου ορόφου.