N_8: Ο Αμήχανος Οδυσσέας

Στον Κόσμο της

Μπιλιέτο Ν_8

Ο Αμήχανος Οδυσσέας

Πάει μια βδομάδα πια που μας μαντρώσαν και πάλι σε καραντίνα και όλα θύμιζαν τον ίδιο, γνωστό εφιάλτη. Σε αυτό το κακό όνειρο κοίταζα συνεχώς τα ντουβάρια του σπιτιού μου και αυτά δεν λέγαν τίποτα παρά αντηχούσαν τις φωνές που βγαίναν από τον υπολογιστή: μια των φοιτητών μου, μια της μάνας μου να μου λέει πόσο κρύο έχει στο χωριό και τι φάγανε για μεσημέρι και μια της δασκάλας μου της γιόγκα να δίνει οδηγίες για το πώς να ρουφάω σωστά τους κοιλιακούς. Μέσα σε αυτό το κακό όνειρο, έπεφτα για ύπνο και έβλεπα πως με κυνηγούσαν να με συλλάβουν επειδή δεν φορούσα τη μάσκα μου σωστά, ενώ εγώ εξηγούσα πολύ σοβαρά στους διώκτες μου πως ήμουν κάτι σαν θηλυκή Ζορό και είχα κάθε λόγο η μάσκα να καλύπτει τα μάτια μου και όχι τη μύτη μου.

Ήξερα καλά από τη προηγούμενη καραντίνα τι έπρεπε να κάνω για να τα βγάλω πέρα και έπεσα με τα μούτρα. Ξεκίνησα και πάλι να τρέχω πάνω κάτω στην παραλία φτάνοντας μέχρι την ΑΓΕΤ και πάλι πίσω, να πηδάω σκοινάκι μέχρι να λαχανιάσω, να σηκώνω βαράκια, να κάνω μεγάλες βόλτες με το ποδήλατο και να συναντάω τους ίδιους απελπισμένους ποδηλάτες στο δρόμο μου, να ανεβοκατεβαίνω τα σκαλιά τρία τρία στη πολυκατοικία. Ετοιμάστηκα μάλιστα για να βουτήξω και στη θάλασσα Νοέμβρη μήνα. Το άγχος μου επίσης με έπεισε ότι χρειαζόταν πάση θυσία να ελέγξω το βάρος μου και τη σκόνη γύρω μου. Αγόρασα μια ηλεκτρονική ζυγαριά και ζαχάρωνα τα βράδια τις ηλεκτρικές σκούπες στο ίντερνετ. Βλέποντας την καραντίνα να έρχεται, είχα —ήδη εδώ και ένα μήνα— αρχίσει να ταΐζω συστηματικά τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς, ζητιανεύοντας ένα γουργούρισμα στα κλεφτά. Είχα βρει τρόπους και μηχανευόμουν και άλλους για να ξεγελάω τη μοναξιά μου. Μα τι θες πάλι εδώ εσύ, τη ρωτούσα αγανακτισμένη μετά από τόση γυμναστική. Μα δεν έχεις να κάνεις και τίποτα καλύτερο, μόνη σου είσαι, μου απαντούσε αυτή σαρκαστικά. Πόσο πολύ είχα συμπονέσει τον Πολύφημο εκείνες τις μέρες που κυνηγούσε μάταια εκείνον τον Κανέναν;

Ένα πρωινό, όμως, και ενώ είχα συρθεί με τα χίλια ζόρια και με ένα τριπλό ελληνικό καφέ στο χέρι μέχρι τον υπολογιστή για να περάσω άλλη μια μέρα μπροστά του, χτύπησε το κουδούνι. Ανοίγοντας αντίκρισα έναν ψηλό άντρα περί τα ογδόντα, που φορώντας μια καφέ ρόμπα πάνω από ριγέ πυτζάμες, πήγαινε τοίχο τοίχο κρατώντας ένα μπαστούνι. “Ωχ συγγνώμη, κορίτσι μου, έψαχνα το διακόπτη για το φως και πάτησα κατά λάθος το κουδούνι σου,” έκανε ο γέροντας και εγώ πείστηκα και κράτησα τη πόρτα ανοιχτή για λίγο παραπάνω. Τόσο όσο χρειάστηκε για να γυρίσει προς το μέρος μου. “Εσύ τώρα είσαι καινούργια στη πολυκατοικία, δεν σε έχω ξαναδεί”, είπε και εγώ άρχισα χαρτί και καλαμάρι το τι κάνω, από που είμαι, πότε ήρθα, αν είμαι παντρεμένη. “Α για αυτό δεν σε έχω δει. Εγώ μένω σε αυτό το διαμέρισμα εκεί,” και σηκώνοντας το μπαστούνι έδειξε το τέλος του διαδρόμου. “Να βγαίνω το πρωί και περπατάω στο διάδρομο λιγάκι να ξεμουδιάσω. Βλέπεις με έχουν σακατέψει οι γιατροί το πόδι και δεν μπορώ να περπατήσω καλά.”Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω τι και πώς και ο κύριος Κώστας πήρε μπρος. “ Να, ο Μουλάς, αυτό το τέρας, με βαλε τρεις φορές στο χειρουργείο και δεν μπορούσε να το κολλήσει σωστά το κόκκαλο. Στον ακτινολογικό, που πήγαινα να βγάλω πλάκες, με κορόιδευαν. Καλά, παππούλη, ο γιατρός με ψαρόκολλα στο βάζει τον γοφό να κολλήσει και όλο του φεύγει; Τέτοιος άχρηστος. Θα πάθαινα γάγγραινα και θα μου το κοβαν αν δεν βρισκόταν, αυτός ο άγιος ο Μανούδης στην κλινική στη Λάρισα να με πάρει και να μου το βάλει στη θέση του. Έλα μου λέει αύριο και θα σε φτιάξω. Και έτσι έγινε. Του σκασα και πεντακόσιες χιλιάδες εκείνη την εποχή, αλλά αυτός ήταν γιατρός. Μάλιστα. Ότι έλεγε το ξερε.” Ενδιαφέρον ορισμός της ιατρικής επιστήμης, σκέφτηκα φευγαλέα, αλλά δεν με έπαιρνε να θίξω τέτοιο θέμα εν μέσω πανδημίας. Ο κύριος Κώστας συνέχιζε να με κοιτάει ενώ μέναμε αμήχανοι και αμίλητοι για κάποια λεπτά. Έλα όμως που τώρα δεν ήξερα τι να πω για να κλείσω την πόρτα, χωρίς να φανώ αγενής. Πρέπει να δουλέψω; Θα κάψω το φαί; Έχω κόσμο; Ποιος να με πιστέψει;

“Οι γιατροί, που λες, αυτοί οι μαύροι σκύλοι. Μακρυά τους”, συνέχισε ο κύριος Κώστας, “Εμένα που με βλέπεις είχα γυρίσει όλη την Ευρώπη με το φορτηγό, είχα οδηγήσει και μεγάλους γερανούς, είχα δίπλωμα από τα μικρά μου τα χρόνια, δεν είχα βάλει τσιγάρο στο στόμα, γρίπη δεν είχα πάθει μια φορά να κάνω πυρετό, έπαιρνα τον πέτρα και την έστυβα, ε αυτοί οι γιατροί με φάγανε. Κοίτα πως με καταντήσανε...σακάτη.” Και πριν προλάβω να πω τίποτα, ο κύριος Κώστας με πρόλαβε, και έδωσε τη λύση, “Μην σε καθυστερώ, όμως, κορίτσι μου θα έχεις και δουλειά, ” και έκανε να φύγει σέρνοντας το αριστερό του πόδι. Εγώ χαζολογώντας, μου βγήκαν κάτι ευγενικά και καθώς πρέπει, “μην ανησυχείτε, χαρά μου, γείτονες είμαστε.”

Και εκεί ο κύριος Κώστας, σαν άλλος Οδυσσέας, γύρισε και μου είπε με την ειλικρίνεια αυτών που δεν έχουν να χάσουν τίποτα, γιατί μπροστά τους έχουν μέρες μετρημένες, “Είσαι όμορφη πολύ. Θα μου δώσεις ένα φιλάκι;” Ακούγοντας τον κόντεψα να πάθω συγκοπή και το μόνο που κατάφερα να πω ήταν πως οι γιατροί, που τόσο πολύ τους είχε συμβουλευτεί σε όλη του τη ζωή, δεν θα συμφωνούσαν με τέτοιες οικειότητες, εν μέσω κορωνοϊού.

Ο κύριος Κώστας δεν λύγισε βέβαια. Τις επόμενες μέρες χτύπησε και ξαναχτύπησε το κουδούνι. Εγώ, όμως, απορροφημένη από τα μαθήματα και τις φωνές που συνέχιζαν να βγαίνουν από το μαύρο κουτί του υπολογιστή δεν του άνοιξα. Σε όσους είπα για τον κύριο Κώστα, έπεσαν να τον φάνε. Και “πρώτα πεθαίνει κανείς και μετά του φεύγει το χούι”, και άλλα τέτοια.

Όποιος όμως είχε περάσει έστω και λίγο από το σπήλαιο της μοναξιάς, δεν τον έκρινε. Γνώριζε πως μέχρι και ο Οδυσσέας κρύφτηκε κάτω από ένα πρόβατο και έγινε ο Κανένας για να γλυτώσει. Ο κύριος Κώστας δεν θα γινόταν λύκος για να κερδίσει ένα φιλάκι;

Εκείνο το βράδυ, και ενω διανύαμε το δεύτερο κύμα αυτής της διαολεμένης πανδημίας, ονειρεύτηκα πως ταξίδευα και πάλι με το μικρό μου ιστιοπλοϊκό σε ανοιχτή θάλασσα, με ούριο άνεμο.