Στον Κόσμο Της
Μπιλιέτο Ν_4
Η κατά Λακάν Πάστα της Φλώρας
“Έχετε καλέσει τη γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης για τον κορονοϊό.
Η γραμμή λειτουργεί επί 24ώρου βάσεως. Παρακαλώ περιμένετε.”
Το τηλέφωνο καλεί δυο τρεις φορές προτού απαντήσει μια νεανική φωνή από την άλλη άκρη.
“Καλημέρα σας, ονομάζομαι Ασπασία Αναγνώστου, είμαι ψυχολόγος”, την ακούω να μου συστήνεται χωρίς πολλά πολλά η φωνή.
“Γεια σας, παίρνω γιατί δεν αντέχω άλλο,” της ανταπαντώ και εγώ βιαστικά. “Δεν αντέχω άλλο...” επαναλαμβάνω και η φωνή μου σπάει πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου.
“Είμαι εδώ, πάρτε το χρόνο σας, δεν βιαζόμαστε”, μου λέει η γιατρίνα και η προτροπή της ηχεί σαν εντολή την οποία εκτελώ πειθήνια. Αφήνω να κυλήσουν μερικά δευτερόλεπτα κατά τα οποία ακούγονται μονάχα οι ανάσες μας. Προσπαθώ με χίλια ζόρια να συγκρατήσω τα δάκρυα μου και να ανασυνταχτώ. Δεν έχω ξανακλάψει στο τηλέφωνο δημόσιας υπηρεσίας. Έχω εκνευριστεί, έχω βρίσει, έχω γελάσει, έχω ειρωνευτεί, έχω ορκιστεί ότι θα κάνω καταγγελία την επαύριο αλλά δεν έχω κλάψει, ποτέ μέχρι τώρα, στο αυτί δημόσιου λειτουργού.
“Έφτιαξα προχτές μια πάστα φλώρα και είχα κάνει και την μαρμελάδα από φρέσκες φράουλες και όλα, και την έψησα και μετά δεν είχα κανέναν να την μοιραστώ,” λέω μυξοκλαίγοντας, έχοντας πλήρη επίγνωση της φαιδρότητας αλλά και του βάθους του δράματος μου.
Μπαίναμε αισίως στην τρίτη βδομάδα εγκλεισμού. Στους άδειους δρόμους της πόλης πλέον μπορούσες να μυρίσεις τις κερασιές και να ακούσεις τις δεκοχτούρες, ενώ τα βράδια οι σκυλοκαυγάδες αντηχούσαν από ψηλά στο βουνό. Στην πολυκατοικία ακουγόταν οι τηλεοράσεις να παίζουν μέρα νύχτα. Στα απέναντι μπαλκόνια οι νοικοκυρές άπλωναν και ξανάπλωναν πλυμένες φόρμες και πιτζάμες. Μία μονάχα φορά, μέσα σε αυτές τις τρεις βδομάδες, είδα απλωμένη να στεγνώνει, στον ανοιξιάτικο ήλιο, μια μεταξωτή ρόμπα από αυτές που φοριούνται κατάσαρκα από ερωτευμένες γυναίκες. Όταν δεν έκανα μάθημα, δεν διάβαζα, δεν μαγείρευα, δεν μιλούσα στα τηλέφωνα, μηχανευόμουν τρόπους να έρθω σε επαφή—από απόσταση— με αγνώστους και ας μην είχα σχεδόν ποτέ ανταπόκριση. Έβγαινα από το σπίτι και συναντούσα ανθρώπους με μάσκες και γάντια, στους οποίους χαμογελούσα. Στα μωρά στα καρότσια, έκανα γκριμάτσες. Αγόραζα και ξαναγόραζα καφέδες από το γωνιακό πολύαρτοπωλείο, σε μια προσπάθεια να πω κάτι παραπάνω με την μασκοφορεμένη κοπέλα, που φτιάχνε τους διπλούς καπουτσίνο. Διάλεγα την μεγαλύτερη δυνατή διαδρομή για να πάω στο σούπερ μάρκετ και όταν έφτανα έμενα ώρα πολύ χαζεύοντας πωλήτριες και πελάτες, γεμάτη ενοχές ότι προκαλούσα συνωστισμό.
Για αυτό εκείνη την μέρα με το που έκλεισα το τηλέφωνο στην άγνωστη γιατρίνα — “θα λέγαμε ότι έτσι αναπληρώνετε την απουσία”, μου υπέδειξε αργά τονίζοντας τις λέξεις η γυναικεία φωνή στο τηλέφωνο— και σε μια αληθινή μάχη να μην ανοίξω το λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης στο λήμμα “αναπλήρωση” με το που κατέβασα το ακουστικό, βγήκα από το σπίτι. Πέρασα πίσω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, ανέβηκα τα σκαλιά που οδηγούσαν στο Ξενία και μπροστά από τον ναυτικό όμιλο ψαράδων και αθλημάτων ανοιχτής θαλάσσης, αποφεύγοντας επιδέξια να έρθω μούρη με μούρη με άνθρωπο. Εκεί ακριβώς ήταν που με ζώσαν οι γάτες. Αμέτρητες, παρδαλές, μεγάλες, μικρές, μονόχρωμες να ανεβοκατεβαίνουν τα πλακόστρωτα ή να λιάζονται κατά μόνας. Κάποιες μπερδεύτηκαν στα πόδια μου, άλλες πάλι σκιάχτηκαν και έφυγαν.
Μονάχα όταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα εμφανίστηκε στο βάθος της παιδικής χαράς που εφάπτονταν αυτής της πλακοστρωμένης αλάνας , όλα αυτά αιλουροειδή συντονίστηκαν με την μία και κατευθύνθηκαν προς το μέρος της, η οποία, με βήμα αργό, με προσπέρασε χωρίς να πει τίποτα. Ένα μαύρο παλτό που περπατούσε και από το οποίο εξείχαν μονάχα λεπτά σα τσάκνα πόδια και παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα χέρια. Τα γατιά, όπως και εγώ, τρέξαμε από πίσω της σαν νηστικά παιδιά. Η γυναίκα σταμάτησε κάτω από μια ξύλινη πέργκολα και άρχισε να πετάει φαγητό στις γάτες από τη σακούλα που κρατούσε.
“Εντόσθια είναι αυτά;” τη ρωτάω αν και έχω ορκιστεί πριν λίγη ώρα στη γιατρίνα ότι δεν θα ξαναπιάσω κουβέντα με αγνώστους.
“Ναι τ'αγοράζω στη λαϊκή, εντόσθια είναι και κεφάλια,” μου απαντάει η γυναίκα. “Μετά με φερε και η κόρη μου κόκαλα από βρασμένο κοτόπουλο που είχε για σούπα” συνεχίζει βουτώντας το δεξί της χέρι μέσα στη σακούλα και ανασύροντας τα στραβά της δάχτυλα γεμάτα αίματα και λίπη, με μια γυαλάδα που τα κάνει να φαίνονται απρόσμενα νεανικά. Οι γάτες την περικυκλώνουν και μασουλούν. Κάποιες με φουντωτό τρίχωμα, άλλες γκαστρωμένες, άλλες βρώμικες και ταλαιπωρημένες. Εγώ παρακολουθώ σιωπηλή έξω από τον κύκλο που έχει σχηματίσει τώρα το γατομάνι, περήφανη για την πρωτοφανή μου εγκράτεια. “Να, αυτή εδώ, δεν μπορεί να φάει και τις δίνω μουσκεμένο ψωμί σε ζουμί από φαγητό. Κάτι έχει στα δόντια της. Αυτή εκεί, η άσπρη τη βλέπεις, ήταν άρρωστη και δεν έτρωγε τίποτα, παρά μονάχα λίγο νουνού που της έδινα. Έχει όμως καμιά βδομάδα που άρχισε να μασουλάει τα κεφάλια από τα ψάρια. Και αυτή εδώ, η παχιά, βυζαίνει τα μικρά της για αυτό είναι έτσι ξελιγωμένη. Κοίτα την πώς τρώει. Δεν την αφήνουν όμως τα αρσενικά, που κακό χρόνο να έχουν. Με λένε οτι δεν τα συμπαθώ τα αρσενικά. Τι να κάνω, αφού δεν τις αφήνουν τις θηλυκές σε ησυχία. Να τος δες τον, ουστ, ουστ!” και η γυναίκα πετάει προς τη μεριά ενός αρσενικού το σακούλι με το κόκαλα. “ Βρε, ουστ, ουστ”, επαναλαμβάνει πιο δυνατά και γυρνάει προς στο μέρος μου και έρχεται και χαϊδεύει μια από τις γάτες. Χωρίς να τη ρωτήσω τίποτα— τ'ορκίζομαι— συνεχίζει από εκεί που το χε αφήσει με την παρουσίαση των γατιών.
“Αυτή είναι η αγαπημένη μου. Είναι πρώτη που τάισα, έχω δέκα χρόνια. Ο άντρας μου ξέρεις ήταν ψαράς εδώ στον όμιλο, τότε που είχε κόσμο, και είχε από ένα ζευγάρι και τις τάιζε με ότι έβγαζε από τη θάλασσα. Όταν πέθανε, με ρχόταν ζόρι και ερχόμουν εγώ και τις τάιζα. Μετά ήρθαν και άλλες. Κάποιοι με φώναζαν, τι τις μαζεύεις, θα κολλήσουμε αρρώστιες και τέτοια, εγώ έτσι ήμουν όμως. Δοτική με τα ζώα, δοτική με όλους ακόμη και με αυτούς που με βλαπταν. Να ο άντρας μου, που ερωτευτήκαμε στα 15 τον πήρα στα 18, ανοίξαμε μαζί το μπακάλικο, με ζήλευε, με σκάνιαζε, ότι και να του λεγα όχι μ'απαντούσε. Αφού πέθανε, βρήκα ότι τα χε φτιαγμένα και με την περιπτερού. Και όμως εγώ δεν τον άφησα. Θα μου πεις συμβιβασμός. Εγώ ήθελα να δίνω και ο άλλος ας μην έπαιρνε. Με την πρώην νύφη μου, και ας έλεγε όσα έλεγε πίσω από την πλάτη μου και για μένα και για τον γιο μου, της πήγαινα κάθε απόγευμα, όταν δούλευε σεκιούριτι στο νοσοκομείο, φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα.” Μια παύση λίγων δευτερολέπτων και η μαυροφορεμένη γυναίκα σηκώνει τα μάτια από τα γατιά και με κοιτάει.
“Λένε, κορίτσι μου, ότι ξέρεις να αγαπάς όταν έχεις αγαπηθεί. Εγώ όμως δεν έμαθα από πουθενά, οι γονείς μου και οι δυο με φυματίωση όταν γεννήθηκα το 40, έφυγαν και πήγαν σε σανατόριο στην Αθήνα. Με μεγάλωσαν κάτι θείες. Ερχόταν, μένανε σε ξενοδοχείο, τους έβλεπα αλλά δεν τους είχα ποτέ κοντά. Έτσι είναι όμως η πάστα μου από το γεννησιμιού μου, να αγαπάω, τι τα θες;”
Δεν θέλησα να της απαντήσω. Το μόνο που αδέξια τη ρώτησα, πριν φύγω, είναι το όνομα της.
“Φλώρα με λένε, έτσι όπως τη γιαγιά μου”, μου λέει η γυναίκα, βάζοντας νερό σε όσες γάτες είχαν απομείνει και είναι η πρώτη φορά που αυτός ο σπάνιος συνδυασμός συμφώνων— του φι και του λάμδα—ακούγεται τόσο οικείος.
Έτσι είναι η πάστα της Φλώρας, σκέφτομαι και η πάστα φλώρα, για την οποία έκλαψα στο αυτί της γιατρίνας το πρωί, αναδύεται ξαφνικά με άλλη γεύση. Βλέπεις πως αγαπάς ακόμη και όταν δεν βλέπεις πως αγαπιέσαι.