N_4: Η κατά Λακάν Πάστα της Φλώρας

Στον Κόσμο Της

Μπιλιέτο Ν_4

Η κατά Λακάν Πάστα της Φλώρας

“Έχετε καλέσει τη γραμμή ψυχολογικής υποστήριξης για τον κορονοϊό.

Η γραμμή λειτουργεί επί 24ώρου βάσεως. Παρακαλώ περιμένετε.”

Το τηλέφωνο καλεί δυο τρεις φορές προτού απαντήσει μια νεανική φωνή από την άλλη άκρη.

“Καλημέρα σας, ονομάζομαι Ασπασία Αναγνώστου, είμαι ψυχολόγος”, την ακούω να μου συστήνεται χωρίς πολλά πολλά η φωνή.

“Γεια σας, παίρνω γιατί δεν αντέχω άλλο,” της ανταπαντώ και εγώ βιαστικά. “Δεν αντέχω άλλο...” επαναλαμβάνω και η φωνή μου σπάει πριν καλά καλά τελειώσω τη φράση μου.

“Είμαι εδώ, πάρτε το χρόνο σας, δεν βιαζόμαστε”, μου λέει η γιατρίνα και η προτροπή της ηχεί σαν εντολή την οποία εκτελώ πειθήνια. Αφήνω να κυλήσουν μερικά δευτερόλεπτα κατά τα οποία ακούγονται μονάχα οι ανάσες μας. Προσπαθώ με χίλια ζόρια να συγκρατήσω τα δάκρυα μου και να ανασυνταχτώ. Δεν έχω ξανακλάψει στο τηλέφωνο δημόσιας υπηρεσίας. Έχω εκνευριστεί, έχω βρίσει, έχω γελάσει, έχω ειρωνευτεί, έχω ορκιστεί ότι θα κάνω καταγγελία την επαύριο αλλά δεν έχω κλάψει, ποτέ μέχρι τώρα, στο αυτί δημόσιου λειτουργού.

“Έφτιαξα προχτές μια πάστα φλώρα και είχα κάνει και την μαρμελάδα από φρέσκες φράουλες και όλα, και την έψησα και μετά δεν είχα κανέναν να την μοιραστώ,” λέω μυξοκλαίγοντας, έχοντας πλήρη επίγνωση της φαιδρότητας αλλά και του βάθους του δράματος μου.

Μπαίναμε αισίως στην τρίτη βδομάδα εγκλεισμού. Στους άδειους δρόμους της πόλης πλέον μπορούσες να μυρίσεις τις κερασιές και να ακούσεις τις δεκοχτούρες, ενώ τα βράδια οι σκυλοκαυγάδες αντηχούσαν από ψηλά στο βουνό. Στην πολυκατοικία ακουγόταν οι τηλεοράσεις να παίζουν μέρα νύχτα. Στα απέναντι μπαλκόνια οι νοικοκυρές άπλωναν και ξανάπλωναν πλυμένες φόρμες και πιτζάμες. Μία μονάχα φορά, μέσα σε αυτές τις τρεις βδομάδες, είδα απλωμένη να στεγνώνει, στον ανοιξιάτικο ήλιο, μια μεταξωτή ρόμπα από αυτές που φοριούνται κατάσαρκα από ερωτευμένες γυναίκες. Όταν δεν έκανα μάθημα, δεν διάβαζα, δεν μαγείρευα, δεν μιλούσα στα τηλέφωνα, μηχανευόμουν τρόπους να έρθω σε επαφή—από απόσταση— με αγνώστους και ας μην είχα σχεδόν ποτέ ανταπόκριση. Έβγαινα από το σπίτι και συναντούσα ανθρώπους με μάσκες και γάντια, στους οποίους χαμογελούσα. Στα μωρά στα καρότσια, έκανα γκριμάτσες. Αγόραζα και ξαναγόραζα καφέδες από το γωνιακό πολύαρτοπωλείο, σε μια προσπάθεια να πω κάτι παραπάνω με την μασκοφορεμένη κοπέλα, που φτιάχνε τους διπλούς καπουτσίνο. Διάλεγα την μεγαλύτερη δυνατή διαδρομή για να πάω στο σούπερ μάρκετ και όταν έφτανα έμενα ώρα πολύ χαζεύοντας πωλήτριες και πελάτες, γεμάτη ενοχές ότι προκαλούσα συνωστισμό.

Για αυτό εκείνη την μέρα με το που έκλεισα το τηλέφωνο στην άγνωστη γιατρίνα — “θα λέγαμε ότι έτσι αναπληρώνετε την απουσία”, μου υπέδειξε αργά τονίζοντας τις λέξεις η γυναικεία φωνή στο τηλέφωνο— και σε μια αληθινή μάχη να μην ανοίξω το λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης στο λήμμα “αναπλήρωση” με το που κατέβασα το ακουστικό, βγήκα από το σπίτι. Πέρασα πίσω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, ανέβηκα τα σκαλιά που οδηγούσαν στο Ξενία και μπροστά από τον ναυτικό όμιλο ψαράδων και αθλημάτων ανοιχτής θαλάσσης, αποφεύγοντας επιδέξια να έρθω μούρη με μούρη με άνθρωπο. Εκεί ακριβώς ήταν που με ζώσαν οι γάτες. Αμέτρητες, παρδαλές, μεγάλες, μικρές, μονόχρωμες να ανεβοκατεβαίνουν τα πλακόστρωτα ή να λιάζονται κατά μόνας. Κάποιες μπερδεύτηκαν στα πόδια μου, άλλες πάλι σκιάχτηκαν και έφυγαν.

Μονάχα όταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα εμφανίστηκε στο βάθος της παιδικής χαράς που εφάπτονταν αυτής της πλακοστρωμένης αλάνας , όλα αυτά αιλουροειδή συντονίστηκαν με την μία και κατευθύνθηκαν προς το μέρος της, η οποία, με βήμα αργό, με προσπέρασε χωρίς να πει τίποτα. Ένα μαύρο παλτό που περπατούσε και από το οποίο εξείχαν μονάχα λεπτά σα τσάκνα πόδια και παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα χέρια. Τα γατιά, όπως και εγώ, τρέξαμε από πίσω της σαν νηστικά παιδιά. Η γυναίκα σταμάτησε κάτω από μια ξύλινη πέργκολα και άρχισε να πετάει φαγητό στις γάτες από τη σακούλα που κρατούσε.

“Εντόσθια είναι αυτά;” τη ρωτάω αν και έχω ορκιστεί πριν λίγη ώρα στη γιατρίνα ότι δεν θα ξαναπιάσω κουβέντα με αγνώστους.

“Ναι τ'αγοράζω στη λαϊκή, εντόσθια είναι και κεφάλια,” μου απαντάει η γυναίκα. “Μετά με φερε και η κόρη μου κόκαλα από βρασμένο κοτόπουλο που είχε για σούπα” συνεχίζει βουτώντας το δεξί της χέρι μέσα στη σακούλα και ανασύροντας τα στραβά της δάχτυλα γεμάτα αίματα και λίπη, με μια γυαλάδα που τα κάνει να φαίνονται απρόσμενα νεανικά. Οι γάτες την περικυκλώνουν και μασουλούν. Κάποιες με φουντωτό τρίχωμα, άλλες γκαστρωμένες, άλλες βρώμικες και ταλαιπωρημένες. Εγώ παρακολουθώ σιωπηλή έξω από τον κύκλο που έχει σχηματίσει τώρα το γατομάνι, περήφανη για την πρωτοφανή μου εγκράτεια. “Να, αυτή εδώ, δεν μπορεί να φάει και τις δίνω μουσκεμένο ψωμί σε ζουμί από φαγητό. Κάτι έχει στα δόντια της. Αυτή εκεί, η άσπρη τη βλέπεις, ήταν άρρωστη και δεν έτρωγε τίποτα, παρά μονάχα λίγο νουνού που της έδινα. Έχει όμως καμιά βδομάδα που άρχισε να μασουλάει τα κεφάλια από τα ψάρια. Και αυτή εδώ, η παχιά, βυζαίνει τα μικρά της για αυτό είναι έτσι ξελιγωμένη. Κοίτα την πώς τρώει. Δεν την αφήνουν όμως τα αρσενικά, που κακό χρόνο να έχουν. Με λένε οτι δεν τα συμπαθώ τα αρσενικά. Τι να κάνω, αφού δεν τις αφήνουν τις θηλυκές σε ησυχία. Να τος δες τον, ουστ, ουστ!” και η γυναίκα πετάει προς τη μεριά ενός αρσενικού το σακούλι με το κόκαλα. “ Βρε, ουστ, ουστ”, επαναλαμβάνει πιο δυνατά και γυρνάει προς στο μέρος μου και έρχεται και χαϊδεύει μια από τις γάτες. Χωρίς να τη ρωτήσω τίποτα— τ'ορκίζομαι— συνεχίζει από εκεί που το χε αφήσει με την παρουσίαση των γατιών.

“Αυτή είναι η αγαπημένη μου. Είναι πρώτη που τάισα, έχω δέκα χρόνια. Ο άντρας μου ξέρεις ήταν ψαράς εδώ στον όμιλο, τότε που είχε κόσμο, και είχε από ένα ζευγάρι και τις τάιζε με ότι έβγαζε από τη θάλασσα. Όταν πέθανε, με ρχόταν ζόρι και ερχόμουν εγώ και τις τάιζα. Μετά ήρθαν και άλλες. Κάποιοι με φώναζαν, τι τις μαζεύεις, θα κολλήσουμε αρρώστιες και τέτοια, εγώ έτσι ήμουν όμως. Δοτική με τα ζώα, δοτική με όλους ακόμη και με αυτούς που με βλαπταν. Να ο άντρας μου, που ερωτευτήκαμε στα 15 τον πήρα στα 18, ανοίξαμε μαζί το μπακάλικο, με ζήλευε, με σκάνιαζε, ότι και να του λεγα όχι μ'απαντούσε. Αφού πέθανε, βρήκα ότι τα χε φτιαγμένα και με την περιπτερού. Και όμως εγώ δεν τον άφησα. Θα μου πεις συμβιβασμός. Εγώ ήθελα να δίνω και ο άλλος ας μην έπαιρνε. Με την πρώην νύφη μου, και ας έλεγε όσα έλεγε πίσω από την πλάτη μου και για μένα και για τον γιο μου, της πήγαινα κάθε απόγευμα, όταν δούλευε σεκιούριτι στο νοσοκομείο, φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα.” Μια παύση λίγων δευτερολέπτων και η μαυροφορεμένη γυναίκα σηκώνει τα μάτια από τα γατιά και με κοιτάει.

“Λένε, κορίτσι μου, ότι ξέρεις να αγαπάς όταν έχεις αγαπηθεί. Εγώ όμως δεν έμαθα από πουθενά, οι γονείς μου και οι δυο με φυματίωση όταν γεννήθηκα το 40, έφυγαν και πήγαν σε σανατόριο στην Αθήνα. Με μεγάλωσαν κάτι θείες. Ερχόταν, μένανε σε ξενοδοχείο, τους έβλεπα αλλά δεν τους είχα ποτέ κοντά. Έτσι είναι όμως η πάστα μου από το γεννησιμιού μου, να αγαπάω, τι τα θες;”

Δεν θέλησα να της απαντήσω. Το μόνο που αδέξια τη ρώτησα, πριν φύγω, είναι το όνομα της.

“Φλώρα με λένε, έτσι όπως τη γιαγιά μου”, μου λέει η γυναίκα, βάζοντας νερό σε όσες γάτες είχαν απομείνει και είναι η πρώτη φορά που αυτός ο σπάνιος συνδυασμός συμφώνων— του φι και του λάμδα—ακούγεται τόσο οικείος.

Έτσι είναι η πάστα της Φλώρας, σκέφτομαι και η πάστα φλώρα, για την οποία έκλαψα στο αυτί της γιατρίνας το πρωί, αναδύεται ξαφνικά με άλλη γεύση. Βλέπεις πως αγαπάς ακόμη και όταν δεν βλέπεις πως αγαπιέσαι.



N_3 : Ο Ρωμαίος στο μπαλκόνι του

Τελείωνε και η πρώτη βδομάδα που είχαμε μαντρωθεί για τα καλά από τον κορωνοϊο. Είχα λουφάξει στο σπίτι, με τα μάτια κόκκινα από την οθόνη του υπολογιστή— μαθήματα εκεί, φίλοι εκεί, διάβασμα, γράψιμο εκεί. Έβγαινα μονάχα για ψωμί, εφημερίδα και τρέξιμο. Εγώ όπως και τόσοι άλλοι επίδοξοι μαραθωνοδρόμοι και σπρίντερ, με φαντεζί φόρμες και παπούτσια του κουτιού κατά μόνας ή ανά δυο, περπατώντας σε απόσταση σαν τα μαλωμένα ζευγάρια ή αλλάζοντας πεζοδρόμιο σαν τους τσακωμένους συγχωριανούς αν τύχαινε και διασταυρωνόταν με κανένα που δεν ξέραν. Έγραφα πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα: Έτρεχα μια στην παραλία προσπερνώντας τα σκυλιά που ανενόχλητα συνωστίζονταν σε αγέλες, μια καταμεσής των κεντρικών δρόμων της πόλης με τα φαστφουντάδικα ανοιχτά και τους ντιλιβεράδες να περιμένουν τις παραγγελίες ντυμένοι σαν κομάντο. Έπαιρνα πάνω κάτω τους πεζοδρόμους κοιτώντας κλεφτά τις βιτρίνες και τις τιμές, με βάδην επιτόπου. Έμπαινα τρέχοντας μέσα στο λιμάνι, εκεί που φευγε το Εξπρές Σκιάθος, και που αυτές τις μέρες το πετύχαινα αδειανό με την μπούκα ανοιγμένη να περιμένει. Περικύκλωνα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και άκουγα από μέσα την λειτουργιά και τους ψάλτες να παίζουν μαγνητοφωνημένα από τα μεγάφωνα της. Χωνόμουν στο πάρκο του Αναύρου, το στρωμένο με βότσαλα, όπου μονάχα ο νάνος της πόλης, ανεβασμένος σε κάτι πεζούλες για να κερδίσει λιγάκι μπόι παραπάνω έπινε τον καφέ του, και όπου ο Φώτης, ο άστεγος με τα γαλανά μάτια— που μου λεγε συνέχεια θεν κιου, θεν κιου σαν τύχαινε να τον πλησιάσω— τριγυρνούσε ανενόχλητος. Μονάχα τα ερωτευμένα ζευγάρια, εξακολουθούσαν και αντάλλασαν σάλια και σταγονίδια στο δημόσιο χώρο, χωρίς να φοβούνται το πρόστιμο.

Σήμερα, όμως, και ενώ είχα οργώσει την άδεια πόλη με τον αέρα που βρωμούσε πλαστικό να μου καίει το λαιμό, και ανέβαινα το δρόμο για το σπίτι μου ιδρωμένη και ολομόναχη, ένας ηλικιωμένος άντρας από το μπαλκόνι ενός υπερυψωμένου ισογείου επενδυμένο με κόκκινα τούβλα, φωνάζει στο σκύλο— ένα μαύρο ροντβάιλερ κλεισμένο στο μπαλκόνι του τέταρτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας— που τόσους μήνες βουρλιζόταν κάθε φορά που περνούσε άνθρωπος από κάτω.

“Που σαι ρε, που σαι συ; ε; Θες να παίξεις, ε; για να σε δω, έλα δω...”, φωνάζει ο άντρας και αντηχεί μονάχα η φωνή του, ενώ το ροντβαιλερ τον χουν πιάσει οι ντροπές και στέκεται πίσω από τα σομόν κάγκελα ακίνητο. Σταματάω και κοιτάω μια το ένα μπαλκόνι μια το άλλο. Ο άντρας, γεροδεμένος, θεριό ολόκληρο παρά τα χρόνια του, με πυκνά, λευκά μαλλιά, δάχτυλα σαν τανάλιες και στέρνο ανοιχτό σαν ντουλάπα, έχει ένα κολάρο γύρω από το λαιμό του και φοράει τριμμένες φόρμες. Πίσω του, όσο μπορώ να διακρίνω από το σαλόνι, ένα καναρίνι πεταρίζει στο κλουβί, ενώ πάνω στο τραπεζάκι η εικόνα του Αγίου Γεωργίου πιρουνιάζει το δράκο δίπλα σε μια ντάνα με κουτιά από φάρμακα.

“Ρε τον μπαγάσα, πώς με καταλαβαίνει” μου λέει ο άντρας με το κολάρο. “Κάθε φορά που βγαίνω στο παράθυρο γαντζώνεται στα κάγκελα και με κοιτάει”. Κανονικά θα το χα κόψει πέρα να φύγω, αλλά έλα που τώρα τρώγομαι να πιάσω κουβέντα, μετά από τόσες μέρες απομόνωσης. “Είστε καλά; Έχετε κάποιον να σας προσέχει;” τον ρωτάω καθώς ο άντρας που μιλάει με το σκύλο μου ανακατώνει εικόνες ηλικιωμένων που τα χουν χάσει από την μοναξιά, ενώ στα αυτιά μου ακούγονται τα λόγια της φίλη μου— Ελσάκι μόλις τελειώσει αυτό με τον ιο, σε παρακαλώ να πάμε χτίσουμε σπίτια όλοι μαζί για να μην γεράσουμε μόνοι μας.

“Μια γυναίκα χρειάζομαι αλλά να ναι πάνω από 60”, απαντάει στην ερώτηση μου με ακρίβεια ο άνδρας με το κολάρο. “Για να μιλάμε, να γελάμε, να μαλώνουμε, να χορεύουμε, να τραγουδάμε. Να με βλέπει σαν άνθρωπο, θέλω, όχι σαν άντρα. Έχω πατήσει τα ενενήντα, τα χω χορτάσει εγώ τα αντριλίκια.”

Αποφεύγοντας το θέμα της γυναίκας, που φαίνεται ακανθώδες και δεν με παίρνει να ακούω σαλιαρίσματα βραδιάτικα, το γυρνώ αλλού. “Και παιδιά, παιδιά δεν έχετε;” τον ρωτάω και μου κάνει νόημα να πλησιάσω και να επαναλάβω την ερώτηση γιατί δεν ακούει καλά. “Λέω, παιδιά δεν έχετε δικά σας να έρθουν να σας δουν;” και η ίδια μου η φωνή αντηχεί μέσα στην ησυχία της πόλης.

“ααα, τώρα πρόκοψες. Τα χω πληρώσει χρυσάφι αυτά. Δεν θέλω ούτε να τα βλέπω. Εγώ που λες είχα καλή δουλειά. Ήμουνα παλαιστής, σε μια ομάδα στη Γερμανία, τα Μαύρα Πουλιά, Die Schwarze Vögel, την λεγόμενη. Ήμουν δυνατός, με πληρώνανε και βάζα τον άνθρωπο κάτω και τον πατούσα, άμα το σκεφτείς άχαρο πράμα αλλά πλήρωνε καλά λεφτά. Έμεινα είκοσι χρόνια εκεί στη Γερμανία, οι γυναίκες με τριγυρνούσαν και εγώ τσιμπολογούσα δεν λέω. Αλλά με πιάσε το άσθμα και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα από την ομίχλη, τη βροχή και τη λάσπη. Μου παν οι γιατροί, Γιώργκος, αν δεν αλλάξεις κλίμα θα είσαι με την μπουκάλα τ'οξυγόνο από δω και πέρα. Και τα μάζεψα κι ήρθα. Από τον πρώτο γάμο, είχα έναν γιο, που είχε πεθάνει στα τριάντα δυο του χρόνια και είχε αφήσει ένα κοριτσάκι, που τότε και αυτό είχε γίνει γυναίκα, και η μάνα της μου είπε πως στα δεκαεφτά ήθελε παντρειά. Κατέβηκα στην Αθήνα, να πάω να δω τον γαμπρό που λες. Εμφανίσιμο παιδί μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος. Τι θα γίνει του λέω θα παντρευτείτε; Θα τρως, θα πίνεις, θα πηδάς και θα φεύγεις; Να μας αφήσεις και από κανένα κουτσούβελο; Δεν γίνεται να παντρευτώ τώρα, μπάρμπα μου λέει, τίμιο παιδί, μιλούσε σπαθί. Χρωστάω την άδεια του ταξί, που την έχω μισή μισή.”

Είχα αρχίσει να κρυώνω, είχαν περάσει και δέκα λεπτά που χα σταματήσει ιδρωμένη, μπροστά στο μπαλκονάκι του κυρίου Γιώργου, αλλά είχα στυλώσει τα πόδια σαν να έβλεπα ταινία. Και μάλιστα από αυτές που βλέπα τον ήρωα να πηγαίνει ντουγρού να κάνει τη βλακεία.

“Έγραψα το σπίτι, που λες, που χα στην πλατεία Αττικής στην εγγόνα, άλλαξα έπιπλα και κουζίνα, γιατί ο γαμπρός δεν έμπαινε αλλιώς μέσα, και το μεγάλο γλέντι για το γάμο, και αυτό εγώ το πλήρωσα. Αλλά ο γαμπρός ήταν παιδί με φιλότιμο, ξέρεις από αυτούς που τους πιάνουν εύκολα κορόιδο οι αετονύχηδες. Ο συνεταίρος στο ταξί, όλο στο συνεργεία τον έστελνε, όλο και του παίρνε τις μεγάλες κούρσες. Γυρνούσε ο Λευτέρης σπίτι και δεν είχε γράψει τίποτα στο ταξί. Ήταν τότε που χε βγει και ο Γιωργακης ο Παπανδρέου και λεγε λεφτά υπάρχουν. Θα μας δίνανε λεφτά και θα παίρναμε κρατικά ομόλογα. Σε ποιόν; Σε μένα; Που να φανταστείς είχα ομόλογα ακόμη από τον πατέρα μου στην κατοχή. Λέω τότε, Γιώργη, καλύτερα να τα φάμε εμείς παρά αυτοί οι μαύροι σκύλοι. Και κατέβηκα και πήγα και έπιασα τον συνέταιρο του γαμπρού. Τώρα εδώ πες μου πόσα θες να στα δώσω; Του βγάζω 60 χιλιαρικα μπαμ και τα ακουμπάω και λέω και στην εγγόνα μου, βγάλε δίπλωμα και συ να το χετε μισό μισό με τον άντρα σου, μην είσαι χαζή, και θα στο κάνω και επαγγελματικό σε ένα μήνα, έχω ανθρώπους εγώ στα μέσα και στα έξω. Τίποτα. Καθόταν σαν νύφη στολισμένη. Σε ένα χρόνο, το χασε το ταξί ο γαμπρός, γιατί χρωστούσε από πριν που χε ανοίξει ένα μπαρ. Έδωσα πόσα έδωσα, ίσαμε με τρακόσια χιλιάρικα. Και τι έγινε....; Άσε με, να πάνε να φύγουνε δεν θέλω να τους δω ούτε μια μέρα παραπάνω.”

Κοιτούσα τον γίγαντα με το κολάρο και δεν ήξερα πως να τον αφήσω και να φύγω. Αλλά αν έμενα λίγο παραπάνω θα πάθαινα πνευμονία έτσι ιδρωμένη που καθόμουν κάτω από το μπαλκόνι του, και άντε να πείσω μετά ότι δεν έχω τον κορονοϊό.

“Δεν σου πα όμως να περάσεις μέσα”, έκανε ο κύριος Γιώργος, λες και το κατάλαβε, όπως καταλαβαίνουν μονάχα οι άντρες που έχουν μείνει για καιρό μόνοι τους και προσέχουν το παραμικρό πάνω σε μια γυναίκα. “Σε χω τόση ώρα έξω και πουντιάζεις. Να σου γνώριζα και τον Χάρη” και γυρνώντας μου δείχνει το καναρίνι στο κλουβί. “Πανέξυπνος”, συνεχίζει. “Καταλαβαίνει και απαντάει σε ότι του λέω. Έτσι δεν είναι Χάρη;” Το πουλί πετάρισε και άφησε να ακουστούν κάτι τσιτ τσιτ τσιτ. “Είδες, τώρα έτσι που κάνει θέλει να του βάλω νερό για να πλυθεί” συνέχισε ο κύριος Γιώργος, περήφανος όπως οι πατεράδες για τα παιδιά τους που μόλις μαθαίνουν να περπατούν ή να χαμογελούν. Ευχαρίστησα για την πρόσκληση και με την δικαιολογία της επιβεβλημένης απόστασης, λόγω πανδημίας, μετέφερα το εκ του σύνεγγυς ραντεβού για μια άλλη φορά.

Έτρεξα για να ζεσταθώ μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας μου. Σκέφτηκα πως μεγαλώνοντας σε ηλικία μιλάμε πιο εύκολα στα ζώα, ίσως όχι μονάχα από μοναξιά. Ζώα και ηλικιωμένοι

ζουν μέρα με τη μέρα. Οικολογία του εδώ και τώρα.




Ν_2 : Μαγδαληνή, δεύρω έξω.

Πάει μια βδομάδα, σήμερα, από τότε που κλειστήκαμε στα σπίτια λόγω κορωνοιου. Στην αρχή οι μέρες δεν φαινόταν πολύ διαφορετικές από τους ατελείωτους μήνες που είχα περάσει μουγκή στις βιβλιοθήκες της Γαλλικής πρωτεύουσας, δίπλα σε άλλους τόσους βουβούς που ψάχναν να διαλευκάνουν τα μυστήρια του κόσμου γύρω μας, τις προσπάθειες των οποίων θα διάβαζαν με τη σειρά τους, άλλα τόσοι βουβοί στις ανά τον κόσμο, διασκορπισμένες, βιβλιοθήκες. Διαπιστευμένη βετεράνος της απομόνωσης και της μουγκαμάρας είχα προμηθευτεί, ενόψει της επερχόμενης καραντίνας, τα βασικά για την επιβίωση μου: ελληνική και γαλλική λογοτεχνία. Ξενόγλωσσα, πανεπιστημιακά συγγράμματα των οποίων τρέναρα την αγορά λόγω των εξωφρενικών τιμών τους. Γκουρμέτ σαρακοστιανά εδέσματα και πρώτες ύλες για γλυκά. Ζαρζαβάτια και ένα γλαστράκι με γαρύφαλλο των ποιητών από τη λαϊκή— ναι, έτσι το λένε αλλά δεν ξέρω τι χρώμα λουλούδια θα σου βγάλει, άμα δεν σε αρέσουν να μου το γυρίσεις, μου'πε ο πωλητής. Οπτικές ίνες για την οικιακή σύνδεση ίντερνετ και διαδικτυακά μαθήματα γιόγκα. Τη πρώτη σεζόν ποιοτικής αστυνομικής σειράς για να μυηθώ στον κόσμο των επεισοδιακών ιστοριών— πολύ καλή, θα κολλήσεις πρεζάκι, πρόσεξε, μου είπε σε μήνυμα ο φίλος που μου την πλάσαρε. Και ένα φορητό ραδιοφωνάκι να πιάνω αναλογικά FM και μεσαία άμα γίνει καμιά στραβή και πέσει το δίκτυο. Από τον αυτοσχέδιο, αυτό, παράδεισο απομόνωσης έβγαινα μονάχα για να πάω να τρέξω, να αγοράσω ψωμί και εφημερίδα. Μιλούσα με φίλους και γονείς στο τηλέφωνο, μιλούσα και μόνη μου.

Σήμερα όμως την έσπασα την καραντίνα και βγήκα να πάρω χαλβά και ταχίνι στο παντοπωλείο της γειτονιάς, με τη φωτεινή επιγραφή Μαγδαληνή— που μένει ανοιχτό μέχρι πολύ αργά— και στο οποίο μπορείς να βρεις από σοκολάτες μέχρι καθαριστικά για χαλιά σε ελαφρώς υπερτιμημένες τιμές μέσα σε μια ατμοσφαίρα από λάμπες φθορίου. Η ιδιοκτήτρια, μια τροφαντή κυρία περί τα εξήντα, με μάσκα και γάντια μου δίνει την απόδειξη, όταν εγώ, βλέποντας την εξουθένωση της πίσω από τις κινήσεις της, προσπαθώ ευγενικά να την συνδράμω με ένα μάλλον σιγανό, αλλά ειλικρινές, “ φαίνεστε κουρασμένη”.

“Αχ, κορίτσι μου, πιο δύσκολο είναι που είμαι μόνη μου όχι που είμαι κουρασμένη”, μου λέει.

“Ναι, ξέρω πώς είναι, να είσαι μόνη” αποκρίνομαι και δεν πιστεύω στα αυτιά μου που κάθομαι και πιάνω κουβέντα μέσα στο μπακάλικο ενώ μέσω πανδημίας.

“Αχ πάνε δυο χρόνια που έφυγε. Αυτός που με αγάπησε πιο πολύ και από την μάνα μου. Στις 11 του μήνα πάνε δυο χρόνια ακριβώς. Μου λείπει αυτές τις μέρες. Να γυρίζα σπίτι και να μ'ετριβε, που έχω πάθει ψύξη με το να ιδρώνω σηκώνοντας κιβώτια, μέσα έξω. Που.....Τώρα πληρώνω και κάνω φυσιοθεραπεία για να με τρίβουν. Τι τα θες...”

Συνεχίζω να σιγοντάρω τη κουβέντα και οι φράσεις βγαίνουν από το στόμα μου χωρίς να τις καταλαβαίνω πια, αλληλέγγυη προς αυτή την άγνωστη γυναίκα με την οποία δεν έχουμε ανταλλάξει πέρα από κάτι “καλησπέρα”, “ευχαριστώ” και τα ρέστα από τα ψώνια μου.

“Πόσο τυχερή είστε, όμως, που αγαπηθήκατε έτσι...” της λέω και αναγνωρίζω την ίδια στιγμή που το ξεστομίζω πως μόνο γυναίκα προς γυναίκα μπορεί να περάσει τόσο γρήγορα τα όρια της οικειότητας και να χωθεί στον κόρφο της αλληνής.

Η κυρία Μαγδαληνή βγαίνει τώρα πίσω από το ταμείο της και κατευθύνεται προς το ψυγείο με τα αλλαντικά, όπου δίπλα ακριβώς στέκεται η εικόνα ενός γελαστού, στρογγυλοπρόσωπου άνδρα σε κορνίζα.

“Να τος. Ο Θόδωρος μου. Μου τον έστειλε ο θεός, δώρο. Ήμουν ένα βράδυ στην κουζίνα, σε κατάθλιψη, κλαίγοντας που τραβούσα αυτά που τραβούσα και χώριζα με τον πρώτο μου τον άντρα και σήκωσα τα χέρια και είπα, Θεέ μου, στείλε με έναν άνθρωπο σε αυτή τη ζωή να με αγαπήσει. Και το πιστεύεις, σε μια βδομάδα, πήγα για δουλειά, είμαι νοσοκόμα εγώ, και για να μην με γράψουν στο παρκάρισμα έγραψα το τηλέφωνο μου σε ένα χαρτάκι για να το βάλω στο αυτοκίνητο και το πήρε ο αέρας και έφυγε. Ε το βρήκε αυτός και με πήρε τηλέφωνο στην αρχή, για να περνάει η ώρα του, μετά κάθε δυο ώρες και μετά ίσαμε με 20 φορές την ημέρα. Εγώ του το κλείνα στην αρχή. Επέμενε. Του το κλείνα. Μετά πιάσαμε κουβέντα, με έκανε και γέλαγα. Είχα ξαναρχίσει να ακούω τον εαυτό μου να γελάει. Σου έχει τύχει ποτέ να ακούς την ίδια σου τη φωνή όταν γελάς; Είναι γιατί τότε έχεις καιρό να γελάσεις.”

Ακούγοντας την κυρία Μαγδαληνή, θυμάμαι πως πριν από κανένα τρίμηνο έχω πιάσει τον εαυτό μου να γελά δυνατά. Και το γέλιο αυτό αντηχεί στο νέο, άδειο ακόμη, σπίτι μου.

“Αυτός ο άντρας, με έκανε να μην φοβάμαι, συνέχισε η κυρία Μαγδαληνή. Καταλαβαίνεις; Τίποτα. Εγώ που φοβόμουν να μιλήσω, να γελάσω, να πω αυτά που ήθελα. Όταν ήρθε να με βρει από την Κομοτηνή, εκείνη την πρώτη βραδιά έγειρα στο μπράτσο του και κοιμήθηκα, που είχα 10 χρόνια να κοιμηθώ από τα κλάματα και το άγχος. Δεν κάναμε τίποτα άλλο να φανταστείς εκείνο το πρώτο βράδυ. Μόνο κοιμήθηκα. Δεν με λεγε με το όνομα μου, μάνα μου. Μπεμπέκα με φώναζε αλλά με βλέπεις πως είμαι εγώ. Μπεμπέκα από που να πάρω μπρόκολα, φώναζε μέσα στη λαϊκή λίγο παραπάνω και ρεζίλη, που να κρυφτώ εγώ, που με ξέραν όλοι.

Με φρόντιζε αγάπη μου, όπως ούτε η μάνα μου δεν το κανε. Πονούσε ένα βράδυ το στομάχι μου πριν πάω να κάνω ένεση σε μια γιαγιά. Πέρνα από το σπίτι μπεμπέκα, μου είπε και κατέβηκε στο πεζοδρόμιο με το ζαντάκ λιωμένο σε λίγο νερό μέσα στο κουτάλι και μου το δώσε στο στόμα. Και όταν νευρίαζε, σίδερο γινόταν αλλά δεν μου φώναζε. Τέτοιος καλός άνθρωπος.”

Μου τα λέει όλα αυτά, η κυρία Μαγδαληνή, μια κλαίγοντας και μια γελώντας.

Χωρίς να το καταλάβω έχω πλησιάζει προς το μέρος της. Σίγουρο πρόστιμο, μιας και σε καμιά περίπτωση δεν διατηρώ πια την απόσταση του ενός μέτρου. Και όχι μόνο αυτό. Θέλω και να την αγκαλιάσω. Βόμβα μικροβίων. Την βλέπω να σκουπίζει από το πρόσωπο της τα δάκρυα με τα λερωμένα γάντια, ενώ η μάσκα κρέμεται στο λαιμό της.

“Αλλά αυτές τις μέρες μου λείπει πιο πολύ. Δεν έρχεται κι ολας τον τελευταίο καιρό. Ξέρεις, ας με πούνε τρελή, ερχόταν στα όνειρα μου και μερικές φορές τον αισθανόμουν στο σπίτι μέσα. Τότε τον πρώτο καιρό, τρεμόπαιζε το καντήλι που χα δίπλα στην φωτογραφία του συνέχεια. Τώρα την έχω γυρίσει αυτή την φωτογραφία του για να μην την βλέπω, τόσο πολύ με ταράζει το πως μου κοιτάει. Καταλαβαίνεις;”

Μάταια ψάχνω να της πω κάτι για να την ανακουφίσω. Με σώζει από το να ξεστομήσω τίποτα κοινοτοπίες, η νοσοκόμα που φτάνει με το σκουτεράκι και περιμένει διακριτικά στην πόρτα του μαγαζιού.

“Έλα Μαριάνθη, να κλείσω και να πάμε να με τρίψεις;”, κάνει η κυρία Μαγδαληνή ανυπόμονα λες και περίμενε αυτή όλη τη μέρα, σταματώντας απότομα όσο εύκολα είχε ξεκινήσει τη κουβέντα μας. Καληνύχτισα και γλίστρησα προς το δρόμο κρατώντας στα χέρια μου το χαλβά και το ταχίνι.

Οι βουβοί συνομιλητές είναι που κάνουν τη διαφορά, σκέφτηκα. Άκουσε τους.




Ν_1: Τα λουλούδια, στην Κυρία, από εμένα.

Σήμερα, λοιπόν, γιορτή της γυναίκας και τράβηξα να αγοράσω τα λουλούδια μονάχη μου. Ανεξάρτητη, απελευθερωμένη, νέα, εργαζόμενη γυναίκα θα αγόραζα το μπουκετάκι που μου κανε κέφι. Και ήξερα τι ήθελα σήμερα, ένα ωραίο μάτσο γαρύφαλλα. Μισά Κόκκινα, μισά λευκά και μερικά παρδαλά. Έτρεφα εκτίμηση για τα καταφρονημένα αυτά άνθη. Σε αντίθεση με τα ακριβά τριαντάφυλλα, τα αλαζονικά, με τα τεράστια κοτσάνια και τα άοσμα άνθη, τα γαρύφαλλα μου θύμιζαν την παιδική μου ηλικία και το κακάο γάλα μακράς διαρκείας και αδιευκρίνιστης θρεπτικής αξίας carnation που τα φερε στην ετικέτα του. Τη συνήθεια να αγοράζω μόνη μου τα λουλούδια για το βάζο την είχα υιοθετήσει στο Παρίσι, σίγουρα επηρεασμένη και από το γεγονός ότι στη πρωτεύουσα ακόμη φυσούσαν αέρηδες φεμινιστικού κινήματος. Την Σιμον Ντε Μπουβοαυρ την έμαθα και τη διάβασα εκεί, και σίγουρα με δασκάλεψε στο να ξοδεύω από τις πενιχρές υποτροφίες ένα σεβαστό ποσό κάθε μήνα σε λουλούδια που μαραίνονταν γρήγορα μέσα στη βδομάδα.

Στην Ελλάδα, στο ανθοπωλείο λοιπόν της γειτονιάς,— που τυγχάνει να είναι και από τα μεγαλύτερα του Βόλου καθότι εισαγωγέας-εξαγωγέας άνθεων ο ιδιοκτήτης— και δουλεύουν δυο πακιστανοί που με το ζόρι μου τυλίγουν σε πλαστικό ό,τι λουλούδι και αν πάρω, ζητάω σήμερα γαρύφαλλα, ενώ συνήθως αγοράζω κρίνους, Με κοιτάζουν απορημένοι, με καρφώνει και η ιδιοκτήτρια που είναι κρυμμένη πίσω από ένα πάγκο με σπρέι και κοτσάνια από λουλούδια, λες και ζητάω έλατο για το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

-Όχι γαρύφαλλα δεν έχουμε. Τριαντάφυλλα αν θέλετε.

Τα κοιτάω: κόκκινα, λευκά, κίτρινα, κλεισμένα μέσα στο ψυγείο. Σίγουρα άοσμα. Ευχαριστώ αν και εκνευρισμένη και φεύγω. Περπατώ κάποια τετράγωνα προς το νοσοκομείο, εκεί προς το ανθοπωλείο που το μεροκάματο το βγάζει από τις γέννες της μαιευτικής κλινικής.

-Γαρύφαλλα; Όχι. Για κηδεία αν θέλετε δίνουμε αυτά και μου δείχνει κάτι κουρασμένες φρέζες.

Δεν τα παίρνει κανείς τα γαρύφαλλα, για αυτό δεν τα δουλεύουμε.

Ευχαριστώ και βγαίνω από το μαγαζί

Μου περνάει από το μυαλό πως τα ανθοπωλεία τα κρατάνε σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες.

Μπαίνοντας στο παρακείμενο κέντρο Τύπου να αγοράσω την εφημερίδα της Κυριακής, ρωτάω τον ιδιοκτήτη αν υπάρχει κάποιο άλλο ανθοπωλείο στη γειτονιά. Σίγουρα δεν το έχω βάλει ακόμη κάτω. Τα τριαντάφυλλα δεν θα νικήσουν έτσι εύκολα.

-Έχω εγώ λουλούδια, τι θες; Μου λέει ο κύριος που εκείνη την ώρα ανοίγει το ψυγείο με τα αναψυκτικά. Έλα να σε δείξω.

Με τραβάει προς το αυτοκίνητο που είναι παρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο απ'εξω από το μαγαζί. Στο μπροστινό κάθισμα ένα πιτσιρίκι 10 χρονών, πίσω γεμάτο λεμονιές σε γλάστρες. Σου αρέσει; Θα στα δώσω 10 ευρώ. Ταλαντεύομαι προς στιγμή. Μήπως είναι το τυχερό της ημέρας; Μήπως πρέπει να παραδοθώ στα άνθη λεμονιάς και να παρατήσω τα γαρύφαλλα; Ο τύπος, έμπειρος έμπορος, με κόβει. Για σένα οχτώ, που σαι ωραία κυρία. Συνεχίζω να σκέφτομαι αν η μοίρα μου κάνει κόλπα. Ψάχνω σημάδια.

-Μην τα φοβάσαι. Δεν θέλουν φροντίδα καμία, συνεχίζει βλέποντας πως λίγο θέλω για να βγάλω το πορτοφόλι.

Σαν να ξυπνάω από λήθαργο, λέω φωναχτά, πρωτίστως για να το ακούσω εγώ, μετά ο κύριος με τις λεμονιές.

-Όχι εγώ ένα μπουκέτο γαρύφαλλα θέλω.

-Όχι λουλούδια δεν έχω, και με κοιτάει όπως οι έμποροι που χάνουν το καλό το κελεπούρι μέσα από τα χέρια τους.

Απεγνωσμένη αποδέχομαι πως σήμερα γιορτή της γυναίκας, τέλος πάντων κομμάτια να γίνει, δεν θα αγοράσω λουλούδια. Στο καθιερωμένο τηλεφώνημα της Κυριακής μεσημέρι, με την τηλεόραση να παίζει τέρμα, οι γονείς αγωνιούν για τον Κορονοιό, ενώ ο πατέρας πιο συγκεκριμένα μπερδεύει τη γιορτή της μητέρας με τη γιορτή της γυναίκας.

-Ε συ δεν γιορτάζεις μου λέει, αφού δεν έχεις παιδιά. Κάνω τη διευκρίνηση ψύχραιμα και η τάξη επανέρχεται. Χρόνια πολλά, να σε χαιρόμαστε, μου λέει αδέξια στο τέλος.

Πέφτω σε κατατονία μετά το τηλεφώνημα. Το βάζο άδειο. Στοχάζομαι προφητικά και καθόλου φεμινιστικά πως είναι οι άντρες που προσφέρουν τα μπουκέτα, ενώ οι γυναίκες φυτεύουμε λουλούδια και αγοράζουμε γλάστρες.

Η μέρα δεν είχε τελειωμό.

Το βράδυ, ένας φίλος γυρνώντας με σπίτι για να μην πιάσει η βροχή, βγάζει από το αυτοκίνητο και μου δίνει ένα μπουκέτο λουλούδια που έχει μαζέψει από τους αγρούς.

-Γιατί, του μουγκρίζω, με αγριεμένα τα φεμινιστικά μου ένστικτα, επειδή είναι η γιορτή της γυναίκας σήμερα;

-Όχι, μου κάνει. Όταν τα είδα, σε σκέφτηκα.

Η αλήθεια είναι ότι και εγώ όταν με σκέφτομαι, με φαντάζομαι με λουλούδια. Μια φορά μάλιστα που είχα συμβουλευτεί ένα μέντιουμ -ενεργειακό θεραπευτή μου είπε ότι με βλέπε να περιφέρομαι σε ένα αγρό με λουλούδια. Είχε εντοπίσει και μια αρκούδα που με κατέτρεχε, αλλά σε αυτό δεν είχα δώσει σημασία.

Τα λουλούδια λοιπόν του καλού μου φίλου ήταν τέσσερις κόκκινες τουλίπες και πέντε κιτρινωποί νάρκισσοι, τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο. Στη βάση τους είχαν μια μουσκεμένη χαρτοπετσέτα που τα κρατούσε στη ζωή.

Χαρούμενη όπως ήμουν, χώθηκα στο σουβλατζίδικο, πριν ανεβώ στο σπίτι μου. Η χοντρή κυρία στο ταμείο χάζεψε το μπουκετάκι. Ένας έφηβος, έσκυψε και τα μύρισε καθώς εγώ έδινα τη παραγγελία μου. Αληθινά είναι, με ρώτησε;

Στο τέλος αυτής της ημέρας, μια γυναίκα κρατούσε ένα μπουκέτο λουλούδια.

Είχα βέβαια έναν απαράμιλλο τρόπο να διαλύω κάθε είδους ρομαντισμού. Βγήκα από το σουβλατζίδικο κρατώντας στο ένα χέρι τα λουλούδια τυλιγμένα στο αλουμινόχαρτο και στο άλλο την πατοτόπιτα — σαρακοστή γαρ— από όπου ξεχείλιζαν πατάτες με μουστάρδα.