Στον Κόσμο της
Μπιλιέτο Ν_5
Το όνειρο μιας Θείας Κοινωνίας
“Ήταν Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι. Μουντή συννεφιά, μας σκέπαζε, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Από το παράθυρο μου κοιτούσα απέναντι το σπίτι της γιαγιάς και του παππού. Περίμενα τη γιαγιά την Ελισσώ να μου πει να κατέβω. Κρατιόμουν πίσω από το παράθυρο όπως πίσω από μια φυλακή. Μπορούσα να μπω και να βγω, αλλά τελικά έμενα ακίνητη. Κρυβόμουν από κάποιον; Η γιαγιά βγήκε στο μπαλκόνι, με έψαξε με το βλέμμα της, και ας μην έβλεπε. Φαίνεται πως η προσυμφωνηθείσα συνάντηση μας την οδηγούσε στη θολούρα που άπλωνε ο εγχειρισμένος, πλέον, καταρράχτης της. Κατέβηκα να την πάρω. Σίγουρα φορούσα μαύρα, αυτό το θυμάμαι, αλλά τα ρούχα μου γυάλιζαν σαν να ήταν από μετάξι, φέγγιζαν σχεδόν σαν λευκά. Την πήρα αγκαζέ και αρχίσαμε να περπατάμε αργά σα χελώνες μέχρι την Αγία Μαρίνα. Η γιαγιά μουρμούριζε στα τουρκικά και μονάχα το όνομα της θεία της Μανής, της κόρη της, που την έχασε από εγκεφαλικό πριν από δυο χρόνια, αναδύονταν εδώ και εκεί. Σωσίβια λέμβος το όνομα της θείας πιανόμουν από πάνω της όπως όπως. Μά-νη-Μα-νη-Μα-νη. Οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα και καθώς περπατούσαμε, αγκαλιάζαμε έναν έναν τους ομόκεντρους κύκλους που διέγραφε ο επαναλαμβανόμενος ήχος τους. Φτάναμε σιγά σιγά, όλο και πιο κοντά, στη πηγή του. Όταν μπήκαμε στην εκκλησία, η λειτουργία της αποκαθήλωσης είχε τελειώσει εδώ και ώρα και ο επιτάφιος έστεκε στη μέση του ναού αστόλιστος ακόμη. Η γιαγιά πήγε να προσκυνήσει τον επιτάφιο, άφησε τις πασχαλιές πάνω στο ευαγγέλιο, έπεσε στα τέσσερα και πέρασε από πάνω προς στα κάτω, και από αριστερά προς τα δεξιά, σερνόμενη σε ένα παχύ χαλί με λουλούδια, που κατά τόπους είχε και κόκκους ρύζι από γάμους. Τη βοήθησα να σηκωθεί και καθίσαμε αμίλητες στις άδειες καρέκλες. Γύρω μας η εκκλησία άδεια, ο παπά-Γιώργης, ο λεγόμενος και Παπά-Τσαβαλέρας, βγήκε από τη μεγάλη πύλη και τα φώτα άναψαν. Πήγαινε να μεταλάβεις, μου λέει η γιαγιά, είναι ευλογία. Στην αρχή παραξενεύομαι που μπορούμε να μεταλάβουμε Μεγάλη Παρασκευή. Έπειτα αρχίζω να ντρέπομαι γιατί ο ιερέας περιμένει με το ιερό ποτήριο ανά χείρας και κοιτάει προς το μέρος μου. Σηκώνομαι και προχωρώ προσεκτικά, όπως όταν είμαι στο δάσος. Όταν φτάνω μπροστά του, εμφανίζεται ξαφνικά ο Γιώργος, φορώντας λευκό πουκάμισο. Μένει και δουλεύει στην Κίνα, τι δουλειά έχει εδώ, αναρωτιέμαι. Είμαι θε-τι-κος συλλαβίζει και κοιτάει προς το μέρος μου για να διαβάσω τα χείλη του. Θα μεταλάβω πρώτα εγώ και μετά εσύ στα καπάκια, συνεχίζει. Πρώτα αυτός και μετά εγώ. Ανοίγω το στόμα μου στο μικρό χρυσό κουτάλι που εναποθέτει εντός μου μείγμα χλιαρού γλυκού κρασιού μαζί με μουλιασμένο ψωμί. Για εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα νιώθω ολόκληρο το σώμα μου, από πάνω ως κάτω, και από δεξιά μέχρι τα αριστερά να διαστέλλεται. Αυτός ο επιπλέον χώρος γεμίζει από ακτίνες φωτός που χτυπούν στα τοιχώματα του δέρματος μου. Άλλη και άλλη μια, και άλλη μια, συνέχεια, η μια πάνω στη άλλη, να διασταυρώνονται, να ξεχύνονται μέχρι που να φτάσουν να γίνουν φωτιά. Φλόγες απείθαρχες καίνε, βγαίνουν από το στόμα μου, όταν τελικά καταπίνω τη μεταλαβιά. Κόλλησες και συ τώρα, με λέει ο Γιώργος.”
Ξυπνάω και μου παίρνει λίγα δευτερόλεπτα να καταλάβω πού βρίσκομαι. Είναι η τέταρτη βδομάδα εγκλεισμού, που τυγχάνει να είναι και Μεγάλη Βδομάδα, και τα όνειρα μου κάθε βράδυ με γυρνάνε πίσω εκεί που νιώθω οικεία, ανακατεύοντας πρόσωπα και τόπους. Έχουμε πλέον όλοι, με τον τρόπο μας, συνηθίσει την απομόνωση, περνάνε οι μέρες χωρίς να αναζητάμε το έξω και τους άλλους. Όπως μετά τους μεγάλους ερωτικούς χωρισμούς—και ενώ στην αρχή έχουμε κλάψει και πλαντάξει για την απώλεια, βγαίνοντας και αναζητώντας τον αγαπημένο στα παραμικρά σημάδια της καθημερινότητας στην πόλη— μια περίοδος ακινησίας τους διαδέχεται, όπου οι επιθυμίες ολοκληρώνονται μονάχα στα όνειρα, χωρίς τη βούλησή μας. Το φετινό Πάσχα, το ζήσαμε όπως θυμόμαστε τα ερωτικά μας όνειρα το πρωί: με το σώμα ακινητοποιημένο αλλά ζεστό από ηδονή, απλώνοντας διστακτικά το χέρι για να βεβαιωθούμε, με θλίψη ή ανακούφιση, πως όντως κάποιος δεν κοιμάται δίπλα μας. Φέτος το Πάσχα, αυτό που βλέπαμε γύρω μας θύμιζε όνειρο ενώ στα όνειρα μας θυμόμασταν ακόμη αυτά που είχαμε κάποτε επιθυμήσει. Σε φίλησα και αρρώστησα.