Ν_1: Τα λουλούδια, στην Κυρία, από εμένα.

Σήμερα, λοιπόν, γιορτή της γυναίκας και τράβηξα να αγοράσω τα λουλούδια μονάχη μου. Ανεξάρτητη, απελευθερωμένη, νέα, εργαζόμενη γυναίκα θα αγόραζα το μπουκετάκι που μου κανε κέφι. Και ήξερα τι ήθελα σήμερα, ένα ωραίο μάτσο γαρύφαλλα. Μισά Κόκκινα, μισά λευκά και μερικά παρδαλά. Έτρεφα εκτίμηση για τα καταφρονημένα αυτά άνθη. Σε αντίθεση με τα ακριβά τριαντάφυλλα, τα αλαζονικά, με τα τεράστια κοτσάνια και τα άοσμα άνθη, τα γαρύφαλλα μου θύμιζαν την παιδική μου ηλικία και το κακάο γάλα μακράς διαρκείας και αδιευκρίνιστης θρεπτικής αξίας carnation που τα φερε στην ετικέτα του. Τη συνήθεια να αγοράζω μόνη μου τα λουλούδια για το βάζο την είχα υιοθετήσει στο Παρίσι, σίγουρα επηρεασμένη και από το γεγονός ότι στη πρωτεύουσα ακόμη φυσούσαν αέρηδες φεμινιστικού κινήματος. Την Σιμον Ντε Μπουβοαυρ την έμαθα και τη διάβασα εκεί, και σίγουρα με δασκάλεψε στο να ξοδεύω από τις πενιχρές υποτροφίες ένα σεβαστό ποσό κάθε μήνα σε λουλούδια που μαραίνονταν γρήγορα μέσα στη βδομάδα.

Στην Ελλάδα, στο ανθοπωλείο λοιπόν της γειτονιάς,— που τυγχάνει να είναι και από τα μεγαλύτερα του Βόλου καθότι εισαγωγέας-εξαγωγέας άνθεων ο ιδιοκτήτης— και δουλεύουν δυο πακιστανοί που με το ζόρι μου τυλίγουν σε πλαστικό ό,τι λουλούδι και αν πάρω, ζητάω σήμερα γαρύφαλλα, ενώ συνήθως αγοράζω κρίνους, Με κοιτάζουν απορημένοι, με καρφώνει και η ιδιοκτήτρια που είναι κρυμμένη πίσω από ένα πάγκο με σπρέι και κοτσάνια από λουλούδια, λες και ζητάω έλατο για το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

-Όχι γαρύφαλλα δεν έχουμε. Τριαντάφυλλα αν θέλετε.

Τα κοιτάω: κόκκινα, λευκά, κίτρινα, κλεισμένα μέσα στο ψυγείο. Σίγουρα άοσμα. Ευχαριστώ αν και εκνευρισμένη και φεύγω. Περπατώ κάποια τετράγωνα προς το νοσοκομείο, εκεί προς το ανθοπωλείο που το μεροκάματο το βγάζει από τις γέννες της μαιευτικής κλινικής.

-Γαρύφαλλα; Όχι. Για κηδεία αν θέλετε δίνουμε αυτά και μου δείχνει κάτι κουρασμένες φρέζες.

Δεν τα παίρνει κανείς τα γαρύφαλλα, για αυτό δεν τα δουλεύουμε.

Ευχαριστώ και βγαίνω από το μαγαζί

Μου περνάει από το μυαλό πως τα ανθοπωλεία τα κρατάνε σχεδόν αποκλειστικά γυναίκες.

Μπαίνοντας στο παρακείμενο κέντρο Τύπου να αγοράσω την εφημερίδα της Κυριακής, ρωτάω τον ιδιοκτήτη αν υπάρχει κάποιο άλλο ανθοπωλείο στη γειτονιά. Σίγουρα δεν το έχω βάλει ακόμη κάτω. Τα τριαντάφυλλα δεν θα νικήσουν έτσι εύκολα.

-Έχω εγώ λουλούδια, τι θες; Μου λέει ο κύριος που εκείνη την ώρα ανοίγει το ψυγείο με τα αναψυκτικά. Έλα να σε δείξω.

Με τραβάει προς το αυτοκίνητο που είναι παρκαρισμένο στο πεζοδρόμιο απ'εξω από το μαγαζί. Στο μπροστινό κάθισμα ένα πιτσιρίκι 10 χρονών, πίσω γεμάτο λεμονιές σε γλάστρες. Σου αρέσει; Θα στα δώσω 10 ευρώ. Ταλαντεύομαι προς στιγμή. Μήπως είναι το τυχερό της ημέρας; Μήπως πρέπει να παραδοθώ στα άνθη λεμονιάς και να παρατήσω τα γαρύφαλλα; Ο τύπος, έμπειρος έμπορος, με κόβει. Για σένα οχτώ, που σαι ωραία κυρία. Συνεχίζω να σκέφτομαι αν η μοίρα μου κάνει κόλπα. Ψάχνω σημάδια.

-Μην τα φοβάσαι. Δεν θέλουν φροντίδα καμία, συνεχίζει βλέποντας πως λίγο θέλω για να βγάλω το πορτοφόλι.

Σαν να ξυπνάω από λήθαργο, λέω φωναχτά, πρωτίστως για να το ακούσω εγώ, μετά ο κύριος με τις λεμονιές.

-Όχι εγώ ένα μπουκέτο γαρύφαλλα θέλω.

-Όχι λουλούδια δεν έχω, και με κοιτάει όπως οι έμποροι που χάνουν το καλό το κελεπούρι μέσα από τα χέρια τους.

Απεγνωσμένη αποδέχομαι πως σήμερα γιορτή της γυναίκας, τέλος πάντων κομμάτια να γίνει, δεν θα αγοράσω λουλούδια. Στο καθιερωμένο τηλεφώνημα της Κυριακής μεσημέρι, με την τηλεόραση να παίζει τέρμα, οι γονείς αγωνιούν για τον Κορονοιό, ενώ ο πατέρας πιο συγκεκριμένα μπερδεύει τη γιορτή της μητέρας με τη γιορτή της γυναίκας.

-Ε συ δεν γιορτάζεις μου λέει, αφού δεν έχεις παιδιά. Κάνω τη διευκρίνηση ψύχραιμα και η τάξη επανέρχεται. Χρόνια πολλά, να σε χαιρόμαστε, μου λέει αδέξια στο τέλος.

Πέφτω σε κατατονία μετά το τηλεφώνημα. Το βάζο άδειο. Στοχάζομαι προφητικά και καθόλου φεμινιστικά πως είναι οι άντρες που προσφέρουν τα μπουκέτα, ενώ οι γυναίκες φυτεύουμε λουλούδια και αγοράζουμε γλάστρες.

Η μέρα δεν είχε τελειωμό.

Το βράδυ, ένας φίλος γυρνώντας με σπίτι για να μην πιάσει η βροχή, βγάζει από το αυτοκίνητο και μου δίνει ένα μπουκέτο λουλούδια που έχει μαζέψει από τους αγρούς.

-Γιατί, του μουγκρίζω, με αγριεμένα τα φεμινιστικά μου ένστικτα, επειδή είναι η γιορτή της γυναίκας σήμερα;

-Όχι, μου κάνει. Όταν τα είδα, σε σκέφτηκα.

Η αλήθεια είναι ότι και εγώ όταν με σκέφτομαι, με φαντάζομαι με λουλούδια. Μια φορά μάλιστα που είχα συμβουλευτεί ένα μέντιουμ -ενεργειακό θεραπευτή μου είπε ότι με βλέπε να περιφέρομαι σε ένα αγρό με λουλούδια. Είχε εντοπίσει και μια αρκούδα που με κατέτρεχε, αλλά σε αυτό δεν είχα δώσει σημασία.

Τα λουλούδια λοιπόν του καλού μου φίλου ήταν τέσσερις κόκκινες τουλίπες και πέντε κιτρινωποί νάρκισσοι, τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο. Στη βάση τους είχαν μια μουσκεμένη χαρτοπετσέτα που τα κρατούσε στη ζωή.

Χαρούμενη όπως ήμουν, χώθηκα στο σουβλατζίδικο, πριν ανεβώ στο σπίτι μου. Η χοντρή κυρία στο ταμείο χάζεψε το μπουκετάκι. Ένας έφηβος, έσκυψε και τα μύρισε καθώς εγώ έδινα τη παραγγελία μου. Αληθινά είναι, με ρώτησε;

Στο τέλος αυτής της ημέρας, μια γυναίκα κρατούσε ένα μπουκέτο λουλούδια.

Είχα βέβαια έναν απαράμιλλο τρόπο να διαλύω κάθε είδους ρομαντισμού. Βγήκα από το σουβλατζίδικο κρατώντας στο ένα χέρι τα λουλούδια τυλιγμένα στο αλουμινόχαρτο και στο άλλο την πατοτόπιτα — σαρακοστή γαρ— από όπου ξεχείλιζαν πατάτες με μουστάρδα.