Τελείωνε και η πρώτη βδομάδα που είχαμε μαντρωθεί για τα καλά από τον κορωνοϊο. Είχα λουφάξει στο σπίτι, με τα μάτια κόκκινα από την οθόνη του υπολογιστή— μαθήματα εκεί, φίλοι εκεί, διάβασμα, γράψιμο εκεί. Έβγαινα μονάχα για ψωμί, εφημερίδα και τρέξιμο. Εγώ όπως και τόσοι άλλοι επίδοξοι μαραθωνοδρόμοι και σπρίντερ, με φαντεζί φόρμες και παπούτσια του κουτιού κατά μόνας ή ανά δυο, περπατώντας σε απόσταση σαν τα μαλωμένα ζευγάρια ή αλλάζοντας πεζοδρόμιο σαν τους τσακωμένους συγχωριανούς αν τύχαινε και διασταυρωνόταν με κανένα που δεν ξέραν. Έγραφα πολλά χιλιόμετρα κάθε μέρα: Έτρεχα μια στην παραλία προσπερνώντας τα σκυλιά που ανενόχλητα συνωστίζονταν σε αγέλες, μια καταμεσής των κεντρικών δρόμων της πόλης με τα φαστφουντάδικα ανοιχτά και τους ντιλιβεράδες να περιμένουν τις παραγγελίες ντυμένοι σαν κομάντο. Έπαιρνα πάνω κάτω τους πεζοδρόμους κοιτώντας κλεφτά τις βιτρίνες και τις τιμές, με βάδην επιτόπου. Έμπαινα τρέχοντας μέσα στο λιμάνι, εκεί που φευγε το Εξπρές Σκιάθος, και που αυτές τις μέρες το πετύχαινα αδειανό με την μπούκα ανοιγμένη να περιμένει. Περικύκλωνα την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και άκουγα από μέσα την λειτουργιά και τους ψάλτες να παίζουν μαγνητοφωνημένα από τα μεγάφωνα της. Χωνόμουν στο πάρκο του Αναύρου, το στρωμένο με βότσαλα, όπου μονάχα ο νάνος της πόλης, ανεβασμένος σε κάτι πεζούλες για να κερδίσει λιγάκι μπόι παραπάνω έπινε τον καφέ του, και όπου ο Φώτης, ο άστεγος με τα γαλανά μάτια— που μου λεγε συνέχεια θεν κιου, θεν κιου σαν τύχαινε να τον πλησιάσω— τριγυρνούσε ανενόχλητος. Μονάχα τα ερωτευμένα ζευγάρια, εξακολουθούσαν και αντάλλασαν σάλια και σταγονίδια στο δημόσιο χώρο, χωρίς να φοβούνται το πρόστιμο.
Σήμερα, όμως, και ενώ είχα οργώσει την άδεια πόλη με τον αέρα που βρωμούσε πλαστικό να μου καίει το λαιμό, και ανέβαινα το δρόμο για το σπίτι μου ιδρωμένη και ολομόναχη, ένας ηλικιωμένος άντρας από το μπαλκόνι ενός υπερυψωμένου ισογείου επενδυμένο με κόκκινα τούβλα, φωνάζει στο σκύλο— ένα μαύρο ροντβάιλερ κλεισμένο στο μπαλκόνι του τέταρτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας— που τόσους μήνες βουρλιζόταν κάθε φορά που περνούσε άνθρωπος από κάτω.
“Που σαι ρε, που σαι συ; ε; Θες να παίξεις, ε; για να σε δω, έλα δω...”, φωνάζει ο άντρας και αντηχεί μονάχα η φωνή του, ενώ το ροντβαιλερ τον χουν πιάσει οι ντροπές και στέκεται πίσω από τα σομόν κάγκελα ακίνητο. Σταματάω και κοιτάω μια το ένα μπαλκόνι μια το άλλο. Ο άντρας, γεροδεμένος, θεριό ολόκληρο παρά τα χρόνια του, με πυκνά, λευκά μαλλιά, δάχτυλα σαν τανάλιες και στέρνο ανοιχτό σαν ντουλάπα, έχει ένα κολάρο γύρω από το λαιμό του και φοράει τριμμένες φόρμες. Πίσω του, όσο μπορώ να διακρίνω από το σαλόνι, ένα καναρίνι πεταρίζει στο κλουβί, ενώ πάνω στο τραπεζάκι η εικόνα του Αγίου Γεωργίου πιρουνιάζει το δράκο δίπλα σε μια ντάνα με κουτιά από φάρμακα.
“Ρε τον μπαγάσα, πώς με καταλαβαίνει” μου λέει ο άντρας με το κολάρο. “Κάθε φορά που βγαίνω στο παράθυρο γαντζώνεται στα κάγκελα και με κοιτάει”. Κανονικά θα το χα κόψει πέρα να φύγω, αλλά έλα που τώρα τρώγομαι να πιάσω κουβέντα, μετά από τόσες μέρες απομόνωσης. “Είστε καλά; Έχετε κάποιον να σας προσέχει;” τον ρωτάω καθώς ο άντρας που μιλάει με το σκύλο μου ανακατώνει εικόνες ηλικιωμένων που τα χουν χάσει από την μοναξιά, ενώ στα αυτιά μου ακούγονται τα λόγια της φίλη μου— Ελσάκι μόλις τελειώσει αυτό με τον ιο, σε παρακαλώ να πάμε χτίσουμε σπίτια όλοι μαζί για να μην γεράσουμε μόνοι μας.
“Μια γυναίκα χρειάζομαι αλλά να ναι πάνω από 60”, απαντάει στην ερώτηση μου με ακρίβεια ο άνδρας με το κολάρο. “Για να μιλάμε, να γελάμε, να μαλώνουμε, να χορεύουμε, να τραγουδάμε. Να με βλέπει σαν άνθρωπο, θέλω, όχι σαν άντρα. Έχω πατήσει τα ενενήντα, τα χω χορτάσει εγώ τα αντριλίκια.”
Αποφεύγοντας το θέμα της γυναίκας, που φαίνεται ακανθώδες και δεν με παίρνει να ακούω σαλιαρίσματα βραδιάτικα, το γυρνώ αλλού. “Και παιδιά, παιδιά δεν έχετε;” τον ρωτάω και μου κάνει νόημα να πλησιάσω και να επαναλάβω την ερώτηση γιατί δεν ακούει καλά. “Λέω, παιδιά δεν έχετε δικά σας να έρθουν να σας δουν;” και η ίδια μου η φωνή αντηχεί μέσα στην ησυχία της πόλης.
“ααα, τώρα πρόκοψες. Τα χω πληρώσει χρυσάφι αυτά. Δεν θέλω ούτε να τα βλέπω. Εγώ που λες είχα καλή δουλειά. Ήμουνα παλαιστής, σε μια ομάδα στη Γερμανία, τα Μαύρα Πουλιά, Die Schwarze Vögel, την λεγόμενη. Ήμουν δυνατός, με πληρώνανε και βάζα τον άνθρωπο κάτω και τον πατούσα, άμα το σκεφτείς άχαρο πράμα αλλά πλήρωνε καλά λεφτά. Έμεινα είκοσι χρόνια εκεί στη Γερμανία, οι γυναίκες με τριγυρνούσαν και εγώ τσιμπολογούσα δεν λέω. Αλλά με πιάσε το άσθμα και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα από την ομίχλη, τη βροχή και τη λάσπη. Μου παν οι γιατροί, Γιώργκος, αν δεν αλλάξεις κλίμα θα είσαι με την μπουκάλα τ'οξυγόνο από δω και πέρα. Και τα μάζεψα κι ήρθα. Από τον πρώτο γάμο, είχα έναν γιο, που είχε πεθάνει στα τριάντα δυο του χρόνια και είχε αφήσει ένα κοριτσάκι, που τότε και αυτό είχε γίνει γυναίκα, και η μάνα της μου είπε πως στα δεκαεφτά ήθελε παντρειά. Κατέβηκα στην Αθήνα, να πάω να δω τον γαμπρό που λες. Εμφανίσιμο παιδί μόλις είχε απολυθεί από φαντάρος. Τι θα γίνει του λέω θα παντρευτείτε; Θα τρως, θα πίνεις, θα πηδάς και θα φεύγεις; Να μας αφήσεις και από κανένα κουτσούβελο; Δεν γίνεται να παντρευτώ τώρα, μπάρμπα μου λέει, τίμιο παιδί, μιλούσε σπαθί. Χρωστάω την άδεια του ταξί, που την έχω μισή μισή.”
Είχα αρχίσει να κρυώνω, είχαν περάσει και δέκα λεπτά που χα σταματήσει ιδρωμένη, μπροστά στο μπαλκονάκι του κυρίου Γιώργου, αλλά είχα στυλώσει τα πόδια σαν να έβλεπα ταινία. Και μάλιστα από αυτές που βλέπα τον ήρωα να πηγαίνει ντουγρού να κάνει τη βλακεία.
“Έγραψα το σπίτι, που λες, που χα στην πλατεία Αττικής στην εγγόνα, άλλαξα έπιπλα και κουζίνα, γιατί ο γαμπρός δεν έμπαινε αλλιώς μέσα, και το μεγάλο γλέντι για το γάμο, και αυτό εγώ το πλήρωσα. Αλλά ο γαμπρός ήταν παιδί με φιλότιμο, ξέρεις από αυτούς που τους πιάνουν εύκολα κορόιδο οι αετονύχηδες. Ο συνεταίρος στο ταξί, όλο στο συνεργεία τον έστελνε, όλο και του παίρνε τις μεγάλες κούρσες. Γυρνούσε ο Λευτέρης σπίτι και δεν είχε γράψει τίποτα στο ταξί. Ήταν τότε που χε βγει και ο Γιωργακης ο Παπανδρέου και λεγε λεφτά υπάρχουν. Θα μας δίνανε λεφτά και θα παίρναμε κρατικά ομόλογα. Σε ποιόν; Σε μένα; Που να φανταστείς είχα ομόλογα ακόμη από τον πατέρα μου στην κατοχή. Λέω τότε, Γιώργη, καλύτερα να τα φάμε εμείς παρά αυτοί οι μαύροι σκύλοι. Και κατέβηκα και πήγα και έπιασα τον συνέταιρο του γαμπρού. Τώρα εδώ πες μου πόσα θες να στα δώσω; Του βγάζω 60 χιλιαρικα μπαμ και τα ακουμπάω και λέω και στην εγγόνα μου, βγάλε δίπλωμα και συ να το χετε μισό μισό με τον άντρα σου, μην είσαι χαζή, και θα στο κάνω και επαγγελματικό σε ένα μήνα, έχω ανθρώπους εγώ στα μέσα και στα έξω. Τίποτα. Καθόταν σαν νύφη στολισμένη. Σε ένα χρόνο, το χασε το ταξί ο γαμπρός, γιατί χρωστούσε από πριν που χε ανοίξει ένα μπαρ. Έδωσα πόσα έδωσα, ίσαμε με τρακόσια χιλιάρικα. Και τι έγινε....; Άσε με, να πάνε να φύγουνε δεν θέλω να τους δω ούτε μια μέρα παραπάνω.”
Κοιτούσα τον γίγαντα με το κολάρο και δεν ήξερα πως να τον αφήσω και να φύγω. Αλλά αν έμενα λίγο παραπάνω θα πάθαινα πνευμονία έτσι ιδρωμένη που καθόμουν κάτω από το μπαλκόνι του, και άντε να πείσω μετά ότι δεν έχω τον κορονοϊό.
“Δεν σου πα όμως να περάσεις μέσα”, έκανε ο κύριος Γιώργος, λες και το κατάλαβε, όπως καταλαβαίνουν μονάχα οι άντρες που έχουν μείνει για καιρό μόνοι τους και προσέχουν το παραμικρό πάνω σε μια γυναίκα. “Σε χω τόση ώρα έξω και πουντιάζεις. Να σου γνώριζα και τον Χάρη” και γυρνώντας μου δείχνει το καναρίνι στο κλουβί. “Πανέξυπνος”, συνεχίζει. “Καταλαβαίνει και απαντάει σε ότι του λέω. Έτσι δεν είναι Χάρη;” Το πουλί πετάρισε και άφησε να ακουστούν κάτι τσιτ τσιτ τσιτ. “Είδες, τώρα έτσι που κάνει θέλει να του βάλω νερό για να πλυθεί” συνέχισε ο κύριος Γιώργος, περήφανος όπως οι πατεράδες για τα παιδιά τους που μόλις μαθαίνουν να περπατούν ή να χαμογελούν. Ευχαρίστησα για την πρόσκληση και με την δικαιολογία της επιβεβλημένης απόστασης, λόγω πανδημίας, μετέφερα το εκ του σύνεγγυς ραντεβού για μια άλλη φορά.
Έτρεξα για να ζεσταθώ μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας μου. Σκέφτηκα πως μεγαλώνοντας σε ηλικία μιλάμε πιο εύκολα στα ζώα, ίσως όχι μονάχα από μοναξιά. Ζώα και ηλικιωμένοι
ζουν μέρα με τη μέρα. Οικολογία του εδώ και τώρα.