Ν_2 : Μαγδαληνή, δεύρω έξω.

Πάει μια βδομάδα, σήμερα, από τότε που κλειστήκαμε στα σπίτια λόγω κορωνοιου. Στην αρχή οι μέρες δεν φαινόταν πολύ διαφορετικές από τους ατελείωτους μήνες που είχα περάσει μουγκή στις βιβλιοθήκες της Γαλλικής πρωτεύουσας, δίπλα σε άλλους τόσους βουβούς που ψάχναν να διαλευκάνουν τα μυστήρια του κόσμου γύρω μας, τις προσπάθειες των οποίων θα διάβαζαν με τη σειρά τους, άλλα τόσοι βουβοί στις ανά τον κόσμο, διασκορπισμένες, βιβλιοθήκες. Διαπιστευμένη βετεράνος της απομόνωσης και της μουγκαμάρας είχα προμηθευτεί, ενόψει της επερχόμενης καραντίνας, τα βασικά για την επιβίωση μου: ελληνική και γαλλική λογοτεχνία. Ξενόγλωσσα, πανεπιστημιακά συγγράμματα των οποίων τρέναρα την αγορά λόγω των εξωφρενικών τιμών τους. Γκουρμέτ σαρακοστιανά εδέσματα και πρώτες ύλες για γλυκά. Ζαρζαβάτια και ένα γλαστράκι με γαρύφαλλο των ποιητών από τη λαϊκή— ναι, έτσι το λένε αλλά δεν ξέρω τι χρώμα λουλούδια θα σου βγάλει, άμα δεν σε αρέσουν να μου το γυρίσεις, μου'πε ο πωλητής. Οπτικές ίνες για την οικιακή σύνδεση ίντερνετ και διαδικτυακά μαθήματα γιόγκα. Τη πρώτη σεζόν ποιοτικής αστυνομικής σειράς για να μυηθώ στον κόσμο των επεισοδιακών ιστοριών— πολύ καλή, θα κολλήσεις πρεζάκι, πρόσεξε, μου είπε σε μήνυμα ο φίλος που μου την πλάσαρε. Και ένα φορητό ραδιοφωνάκι να πιάνω αναλογικά FM και μεσαία άμα γίνει καμιά στραβή και πέσει το δίκτυο. Από τον αυτοσχέδιο, αυτό, παράδεισο απομόνωσης έβγαινα μονάχα για να πάω να τρέξω, να αγοράσω ψωμί και εφημερίδα. Μιλούσα με φίλους και γονείς στο τηλέφωνο, μιλούσα και μόνη μου.

Σήμερα όμως την έσπασα την καραντίνα και βγήκα να πάρω χαλβά και ταχίνι στο παντοπωλείο της γειτονιάς, με τη φωτεινή επιγραφή Μαγδαληνή— που μένει ανοιχτό μέχρι πολύ αργά— και στο οποίο μπορείς να βρεις από σοκολάτες μέχρι καθαριστικά για χαλιά σε ελαφρώς υπερτιμημένες τιμές μέσα σε μια ατμοσφαίρα από λάμπες φθορίου. Η ιδιοκτήτρια, μια τροφαντή κυρία περί τα εξήντα, με μάσκα και γάντια μου δίνει την απόδειξη, όταν εγώ, βλέποντας την εξουθένωση της πίσω από τις κινήσεις της, προσπαθώ ευγενικά να την συνδράμω με ένα μάλλον σιγανό, αλλά ειλικρινές, “ φαίνεστε κουρασμένη”.

“Αχ, κορίτσι μου, πιο δύσκολο είναι που είμαι μόνη μου όχι που είμαι κουρασμένη”, μου λέει.

“Ναι, ξέρω πώς είναι, να είσαι μόνη” αποκρίνομαι και δεν πιστεύω στα αυτιά μου που κάθομαι και πιάνω κουβέντα μέσα στο μπακάλικο ενώ μέσω πανδημίας.

“Αχ πάνε δυο χρόνια που έφυγε. Αυτός που με αγάπησε πιο πολύ και από την μάνα μου. Στις 11 του μήνα πάνε δυο χρόνια ακριβώς. Μου λείπει αυτές τις μέρες. Να γυρίζα σπίτι και να μ'ετριβε, που έχω πάθει ψύξη με το να ιδρώνω σηκώνοντας κιβώτια, μέσα έξω. Που.....Τώρα πληρώνω και κάνω φυσιοθεραπεία για να με τρίβουν. Τι τα θες...”

Συνεχίζω να σιγοντάρω τη κουβέντα και οι φράσεις βγαίνουν από το στόμα μου χωρίς να τις καταλαβαίνω πια, αλληλέγγυη προς αυτή την άγνωστη γυναίκα με την οποία δεν έχουμε ανταλλάξει πέρα από κάτι “καλησπέρα”, “ευχαριστώ” και τα ρέστα από τα ψώνια μου.

“Πόσο τυχερή είστε, όμως, που αγαπηθήκατε έτσι...” της λέω και αναγνωρίζω την ίδια στιγμή που το ξεστομίζω πως μόνο γυναίκα προς γυναίκα μπορεί να περάσει τόσο γρήγορα τα όρια της οικειότητας και να χωθεί στον κόρφο της αλληνής.

Η κυρία Μαγδαληνή βγαίνει τώρα πίσω από το ταμείο της και κατευθύνεται προς το ψυγείο με τα αλλαντικά, όπου δίπλα ακριβώς στέκεται η εικόνα ενός γελαστού, στρογγυλοπρόσωπου άνδρα σε κορνίζα.

“Να τος. Ο Θόδωρος μου. Μου τον έστειλε ο θεός, δώρο. Ήμουν ένα βράδυ στην κουζίνα, σε κατάθλιψη, κλαίγοντας που τραβούσα αυτά που τραβούσα και χώριζα με τον πρώτο μου τον άντρα και σήκωσα τα χέρια και είπα, Θεέ μου, στείλε με έναν άνθρωπο σε αυτή τη ζωή να με αγαπήσει. Και το πιστεύεις, σε μια βδομάδα, πήγα για δουλειά, είμαι νοσοκόμα εγώ, και για να μην με γράψουν στο παρκάρισμα έγραψα το τηλέφωνο μου σε ένα χαρτάκι για να το βάλω στο αυτοκίνητο και το πήρε ο αέρας και έφυγε. Ε το βρήκε αυτός και με πήρε τηλέφωνο στην αρχή, για να περνάει η ώρα του, μετά κάθε δυο ώρες και μετά ίσαμε με 20 φορές την ημέρα. Εγώ του το κλείνα στην αρχή. Επέμενε. Του το κλείνα. Μετά πιάσαμε κουβέντα, με έκανε και γέλαγα. Είχα ξαναρχίσει να ακούω τον εαυτό μου να γελάει. Σου έχει τύχει ποτέ να ακούς την ίδια σου τη φωνή όταν γελάς; Είναι γιατί τότε έχεις καιρό να γελάσεις.”

Ακούγοντας την κυρία Μαγδαληνή, θυμάμαι πως πριν από κανένα τρίμηνο έχω πιάσει τον εαυτό μου να γελά δυνατά. Και το γέλιο αυτό αντηχεί στο νέο, άδειο ακόμη, σπίτι μου.

“Αυτός ο άντρας, με έκανε να μην φοβάμαι, συνέχισε η κυρία Μαγδαληνή. Καταλαβαίνεις; Τίποτα. Εγώ που φοβόμουν να μιλήσω, να γελάσω, να πω αυτά που ήθελα. Όταν ήρθε να με βρει από την Κομοτηνή, εκείνη την πρώτη βραδιά έγειρα στο μπράτσο του και κοιμήθηκα, που είχα 10 χρόνια να κοιμηθώ από τα κλάματα και το άγχος. Δεν κάναμε τίποτα άλλο να φανταστείς εκείνο το πρώτο βράδυ. Μόνο κοιμήθηκα. Δεν με λεγε με το όνομα μου, μάνα μου. Μπεμπέκα με φώναζε αλλά με βλέπεις πως είμαι εγώ. Μπεμπέκα από που να πάρω μπρόκολα, φώναζε μέσα στη λαϊκή λίγο παραπάνω και ρεζίλη, που να κρυφτώ εγώ, που με ξέραν όλοι.

Με φρόντιζε αγάπη μου, όπως ούτε η μάνα μου δεν το κανε. Πονούσε ένα βράδυ το στομάχι μου πριν πάω να κάνω ένεση σε μια γιαγιά. Πέρνα από το σπίτι μπεμπέκα, μου είπε και κατέβηκε στο πεζοδρόμιο με το ζαντάκ λιωμένο σε λίγο νερό μέσα στο κουτάλι και μου το δώσε στο στόμα. Και όταν νευρίαζε, σίδερο γινόταν αλλά δεν μου φώναζε. Τέτοιος καλός άνθρωπος.”

Μου τα λέει όλα αυτά, η κυρία Μαγδαληνή, μια κλαίγοντας και μια γελώντας.

Χωρίς να το καταλάβω έχω πλησιάζει προς το μέρος της. Σίγουρο πρόστιμο, μιας και σε καμιά περίπτωση δεν διατηρώ πια την απόσταση του ενός μέτρου. Και όχι μόνο αυτό. Θέλω και να την αγκαλιάσω. Βόμβα μικροβίων. Την βλέπω να σκουπίζει από το πρόσωπο της τα δάκρυα με τα λερωμένα γάντια, ενώ η μάσκα κρέμεται στο λαιμό της.

“Αλλά αυτές τις μέρες μου λείπει πιο πολύ. Δεν έρχεται κι ολας τον τελευταίο καιρό. Ξέρεις, ας με πούνε τρελή, ερχόταν στα όνειρα μου και μερικές φορές τον αισθανόμουν στο σπίτι μέσα. Τότε τον πρώτο καιρό, τρεμόπαιζε το καντήλι που χα δίπλα στην φωτογραφία του συνέχεια. Τώρα την έχω γυρίσει αυτή την φωτογραφία του για να μην την βλέπω, τόσο πολύ με ταράζει το πως μου κοιτάει. Καταλαβαίνεις;”

Μάταια ψάχνω να της πω κάτι για να την ανακουφίσω. Με σώζει από το να ξεστομήσω τίποτα κοινοτοπίες, η νοσοκόμα που φτάνει με το σκουτεράκι και περιμένει διακριτικά στην πόρτα του μαγαζιού.

“Έλα Μαριάνθη, να κλείσω και να πάμε να με τρίψεις;”, κάνει η κυρία Μαγδαληνή ανυπόμονα λες και περίμενε αυτή όλη τη μέρα, σταματώντας απότομα όσο εύκολα είχε ξεκινήσει τη κουβέντα μας. Καληνύχτισα και γλίστρησα προς το δρόμο κρατώντας στα χέρια μου το χαλβά και το ταχίνι.

Οι βουβοί συνομιλητές είναι που κάνουν τη διαφορά, σκέφτηκα. Άκουσε τους.