Ημερολόγια Πανδημίας
Στον Κόσμο της
Μπιλιέτο Ν_12
Η Θύελλα (Αποκριάτικο)
Περνούσαν οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια
και έτσι περνούσαμε και εμείς από το ένα λοκντάουν στ'άλλο.
Όπως τον έρωτα τον κακό περνάγαμε με άλλον έρωτα πιο απαλό
ψάχνοντας τη λεφτεριά από εκείνον που δεν ευόδωσε πολύ,
στον άλλον που του μοιάζε έστω και στη φωνή
και ας ήταν που ταν αλλιώτικος στο όνομα και στη χάρη
αλλά τι να το κάνεις και πάλι που τούτον σου τον θύμιζε τον πρώτο, τον χαμένο,
αφού δεν ήταν αυτός που ταν γραμμένο από της μοναξιάς το πόνο να σε σώσει.
Κανένα λοκντάουν δεν σε γιάτρευε, αν την ιχνηλάτηση τη σωστή, να μάθεις τι, πού, πώς γιατί,
την άφηνες στα συρτάρια
Κανένας αγαπητικός δεν σε γλύτωνε, αν τα συρτάρια σου άφηνες κλειστά
χωρίς να τα ανοίξεις, να καταλάβεις, να στοχαστείς
πως η αγάπη η λάθος η αποκλειστική, της προβολής παιδί, είναι αγάπη για κάποιο φάντασμα και διόλου για τον άλλον.
Μας έκλειναν μας άνοιγαν και όλο συνέχεια ψάχνανε να μας επροστατεύσουν
από το κακό και απ'το χτικιό, από τον έρωτα ετούτον, που όλο τον απαγόρευαν και όλο αυτός δυνάμωνε.
Και είχαμε τώρα και υπουργείο σωστό μετά από τόσο κόπο
Της Προστασίας της Ερωτικής του δόλιου του Πολίτη:
Όταν ήμασταν πολλοί οι ερωτοχτυπημένοι, μας έβαζε να βγαίνουμε μονάχα δυο χιλιόμετρα γύρω από το σπίτι,
μην τύχει και ο κολλήσουμε ο ένας για τον άλλον
τη λύπη, τη ματαίωση, του διόλου αυτού έρωτα
Αν ήμασταν πάλι πολλοί που το'χαμε κολλήσει,
η πόλη βαφόταν βαθιά κοκκινωπή,
και παπαρούνες θύμιζε που αντάλλασσαν κάποτε οι αγαπημένοι.
Και τεστ εκάναμε πολλά, ρουθούνι δεν έμεινε κλειστό σε όλα ξυλάκι μπήκε
αρνητικό, αρνητικό και πάλι αρνητικό
μα έτσι το έπρεπε το εθιμικό
όταν η μάσκα έφευγε, όταν με κόσμο που δεν ήξερες ερχόσουν πλάι πλάι.
Μα όσοι ήταν τυπικοί, πάντοτες ήταν.
Και τα αποτελέσματα περίμεναν με τρόμο και αγωνία
όπως και με τα λάθη των παθών των μακρινών
τα τεστ εκείνα που δείχναν, μέσα από το κατούρι, πως ευτυχώς δεν εχάρισες τον σπόρο σου τον μονάκριβο
σε πουλί αποδημητικό, που φεύγε σε άλλη χώρα.
Και μέσα σε όλον τον έρωτα, μαθηματικά εκάναμε και πάλι, σαν το σχολείο,
λες και εξετάσεις δίναμε.
Για δες.
Άνοιγες τηλεόραση, μάθαινες πως όλα ήταν αριθμοί, σαν του Πυθαγόρα:
οι ΜΕΘ, τα κρούσματα, ο χρόνος που μας μένει.
Έκλεινες το κουτί
άνοιγες το χαρτί,
εφημερίδα που χες πρωτύτερα απολυμάνει:
Αν ήταν από Δεξιά, μάθαινες μονάχα αριθμούς απόλυτους, χωρίς το δείγμα το σωστό,
πού, ποιος και πότε ελέγχθηκε
Αν ήταν από Αριστερά, ξανάκανες τις πράξεις, αφού ο αγώνας ο ταξικός ήταν πιο πάνω και από την καμπύλη που πρεπε να ισιώσει.
Μπαϊλντισμένη έπεφτες στα δίχτυα
τα κοινωνικά
να μάθεις
πως τα μαθηματικά μονάχα τελικά για σένα και για μένα πιάνανε,
και όχι για εκείνους που είχαν θώκο ή θέση υψηλή σε τούτη εδώ τη χώρα.
Και έτσι, για αυτό, εξεκίνησα, και δήλωσα αντάρτισσα
Δεν βγήκα στο βουνό,
δεν βγήκα σε πορείες,
και ας ήταν οι νόμοι πολλοί που περναγαν κρυφά, μέσα στη νύχτα, στη βουλή,
πανεπιστήμια, αιολικά, μουσεία, 200 χρόνια σκλαβιά και φυλακή
εγώ πήρα τα μέτρα μου και βγήκα στο κουρμπέτι
να ζήσω
μέσα στα όρια,
όσα μπορούσα και ένιωθα ότι με έπαιρνε να ζήσω.
Βαρέθηκα τη γκρίνια, βαρέθηκα και όσους έπρεπε συνέχεια να παρηγορώ
και πια δεν άντεχα να ακούω τον καημό, πως κάποτε όλα θα άλλαζαν,
σε δυο, σε τρεις μήνες;
και τότε θα ερχόταν ο έρωτας, τότε και η πρώτη δόση της Άστρα ή της Φάιζερ.
Και πλέον σε σπίτια πήγαινα,
και έτρωγα, και γελούσα, και έκλανα
αλλά τα φώτα κλείναμε
όταν ο φάρος του λιμενικού σάρωνε τις κουρτίνες
Και όταν μετά τις δώδεκα το διαλάγαμε
και με τους άλλους πια βγαίναμε,
και σκορπάγαμε σαν τα στραγάλια στο πάτωμα, ένας δεξιά, και η άλλη αριστερά
και χανόμασταν μέσα στους δρόμους τους στενούς,
τους πίσω από τον κόσμο,
και μάθαινα με τ'όνομα και χαιρέταγα όλους τους ντελιβεράδες
εμείς μονάχα ήμασταν έξω αυτή την ώρα.
Και ήρθε και η ώρα εκείνη και έπιασα στο χέρι σπρέι δανεικό
να γράψω πάνω σε δρόμο, σε κάδο, στο ντουβάρι ξένο
συνθήματα κόκκινα για αυτά που με πιέζανε,
για αυτά που λόγια πια δεν είχα
Άνοιξη ρε Κουφάλες
και
Μένω Πάντα έξω
Και λες και το καταλάβαινα, το μύριζαν,
της ελευθερίας, τ'άρωμα
και με σταμάταγαν συνέχεια αστυνόμοι.
Τι κάνεις εδώ;
Και που ήσουν τέτοια ώρα;
Γιατί τη μάσκα έχεις χαμηλά;
Και όλο ιστορίες έλεγα, δεν κρατιόμουν, όσο πιο τρέλες
τόσο πιο πιστευτές.
Πηγαίνω να πάρω φάρμακα,
πηγαίνω να βγάλω αντικλείδι
πηγαίνω να κάνω μέτρηση, αποτύπωση, αποκατάσταση, έχω χαρτί Εργάνη
Μένω στην Κριθάρια, στη Μακρινίτσα, στην Άλλη Μεριά, στου διαόλου τη μάνα
και κατεβαίνω να αγοράσω γάλα καρύδας για το παιδί
γιατί σε όλα τα άλλα τα γάλατα βγάζει σπυρί.
Και όταν πολύ δυσκόλευαν τα πράματα,
όταν επίπληξη εμάζευα από τ'όργανα,
έτρεμα ολόκληρη, φοβόμουν, αλλά δεν μαρτύραγα
το ρίσκο πάντα άξιζε.
Τον εαυτό μου όριζα, χωρίς τον άλλο
να φοβίζω, ούτε και να προδίδω
Τον επροστατεύα.
Πάντα.
Αλλά δεν μπέρδευα τώρα πια τη βέργα
που δέρνε
με ότι ήταν καλό για τον διπλανό, τον ευαίσθητο, τον αγαπητικό, τη μάνα, τον πατέρα.
Και πάλι στα τεστ ξανάπεφτα, για να μουν σίγουρη, πως δεν θα τους εκόλλαγα τίποτα
επαναστατικό.
Και έτσι,με αυτά και τ΄αλλα
Αντάρτισσα
με βάφτισε φίλος στο τηλέφωνο
που γνώριζε από ιστορία και αντίσταση.
Θύελλα, η θρυλική, του ΕΑΜ καμάρι.
Αντάρτισσα της Φακής, του απάντησα.
Δεν κάνω και κάτι φοβερό
μονάχα τον κόσμο γύρω μου μαζεύω, ξεδιαλέγω
όπως τις φακές μια μια τις καθαρίζω, τις πέτρες βγάζω στην άκρη στο ταψί,
στο τέλος κρατάω ότι μονάχα δύναμη και ελευθερία
με γιομώνει.