N_11: Τα ένσημα

Στον Κόσμο της

Μπιλιέτο Ν_11

Τα Ένσημα

Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, μα κι αν κάνει πως κακιώνει, μες στο χιόνι θα μας χώσει. Σε μια προσπάθεια να ξεκολλήσω το ρολόι το σταματημένο εδώ και ένα χρόνο στον ατελείωτο χειμώνα της καραντίνας —κλειδώνω, ξεκλειδώνω εμένα βρίσκω μέσα— ξεκίνησα τα χειμερινά μπάνια. Έπεσα στη θάλασσα, ανήμερα Πρωτοχρονιά, για να κυλίσει η χρονιά νερό, όπως το θελε η συχωρεμένη η γιαγιά που με βαζε και ριχνα κανάτες νερό με το πόδι, κάθε πότε λογάριαζε αυτή για νέα αρχή. Εκ τότε έπεφτα όσο μου το επέτρεπε ο καιρός αλλά με το γινάτι ερωτευμένης, σε κάθε ευκαιρία και μερικές φορές, όπως του πρέπει του έρωτα, χωρίς να λογαριάζω τους κινδύνους που τους ήξερα όλους. Τον αέρα πρώτα πρώτα, που όταν τον είχα κόντρα να με τραβάει κατά μέσα, τα δυνατά μου χέρια δεν φτάναν να με βγάλουν κοτζαμάν γυναίκα έξω. Τον ήλιο μετά, που δεν τον προλάβαινα και πεφτε νωρίς και σαν έβγαινα έξω τουρτούριζα από το κρύο μέχρι να σκουπιστώ και να ντυθώ. Και τέλος, την ερημιά, σαν τύχαινε να πέσω στο νερό χωρίς κανέναν γύρω μου, που με πιάνε μια τρέλα και ήθελα να κάτσω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο μέσα στο νερό, σαν άκουγα σειρήνες από τα βαθιά που με φωνάζανε και όταν έπαιρνα χαμπάρι ότι θα πήγαινα στο πάτο όπως τα συντρόφια του Οδυσσέα και κανείς δεν θα με ψαχνε, άρχιζα το ύπτιο μπας και πατήσω στεριά.

Καθόμουν λοιπόν και συλλογιόμουν γιατί είχα πέσει με τα μούτρα στα θαλάσσια μπάνια, εγώ κορίτσι γαϊτανόφρυδο από τα υψίπεδα της δυτικής Μακεδονίας. Όπως και με τον έρωτα, δεν ήταν η μεγάλη ομορφιά που με τραβούσε, η γραμμή του ορίζοντα ή τα χρώματα από τα κύματα, αυτά που βλεπα, δηλαδή. Πάντα σε μια κουβέντα κρεμόντουσαν όλα, στο πώς το πρόσωπο του αλλουνού θύμιζε το δικό μου. Έτσι και με τα μπάνια, όταν κατάφερνα εν τέλει να μπω στο παγωμένο νερό, ξεχνούσα τη θάλασσα και ένιωθα εμένα, όλο μου το σώμα, σαν να ρχοταν εκεί ξανά και μαζευόντουσαν από την αρχή τα πόδια, τα χέρια, τα μπράτσα, τα δάχτυλα, τα βυζιά και τα μουνιά. Χανόταν όλοι και όλα όταν ήμουν μέσα, ο κορωνοϊός, ο πρωθυπουργός, τα νομοσχέδια, τα λεφτά, τα αιολικά, τα γκομενικά. Όσο βαστούσα να μείνω στο νερό, πέντε, δέκα, βάρια δέκα πέντε λεπτά, ήμουν αυτό που λέμε ελεύθερη, αυτό να μην ορίζεσαι από κανέναν και ανήκεις παντού.

Έτσι σιγά σιγά άρχισα να συχνάζω στους ομίλους χειμερινών κολυμβητών που φτανα με το ποδήλατο και είχα καταλήξει να βουτάω μια στο Νηρέα και μια στο Τρίτων. Απέφευγα όμως να πιάνω κουβέντα με τα μπαρμπάδια, που μαζευόταν και λιαζόντουσαν μετά το μπάνιο. Πήγαινα, έπεφτα, κολυμπούσα, άλλαζα, ντυνόμουν, έφευγα. Γεια σας, γεια σας.

Όμως μια μέρα, αρχές Φλεβάρη, η τύχη τα θελε αλλιώς. Έφτασα, μπήκα σιγά σιγά στο νερό, πρώτα τα πόδια, τα γόνατα μετά, ύστερα η κοιλιά, ρίξε νερό στην καρδιά και τις αμασχάλες, και μετά πέσε ολόκληρη και κολύμπα γρήγορα, χέρια πόδια, μη σταματάς. Όταν πάτησα ξανά στεριά μετά από δέκα λεπτά, σαν να χα ψηλώσει πέντε πόντους και να χα μαζέψει άλλους τόσους. Τριβόμουν με τη πετσέτα για να στεγνώσω, όταν άκουσα από πάνω από το μπαλκόνι τον κύριο, που όσο καταλάβαινα ήταν πρόεδρος του Νηρέα, γιατί την πρωτοχρονιά τον είχα δει ντυμένο Αη-Βασίλη να μοιράζει βασιλόπιτα. “Είδες κορίτσι μου, πόσο καλά σε φτιάχνει η θάλασσα;”, μου λέει, σαν να διάβαζε το μυαλό μου. “Ωραία είναι, ναι”, του απαντάω και εγώ για να τελειώνω όπως όπως. “Εγώ άμα δεν έρθω κάθε μέρα εδώ, δεν με χωράει ο τόπος”, συνεχίζει αυτός. “Μαλώνω όλη μέρα με τη γυναίκα μου, με φταίν όλα. Και δεν το λέω εγώ αυτό, οι γιατροί το λένε. Να σου πω, παλιά, έχει καμιά δεκαριά χρόνια, ερχόταν εδώ και κολυμπούσε ο Μπισακός που χε το ψυχιατρείο. Γιατρέ, τον πειράζαμε, είμαστε τρελοί που ερχόμαστε μέσα στο χειμώνα για μπάνιο; Θάλαττα Ιητηρ Πάντων, μας έλεγε. Και χαζοί να είστε, καλά σας κάνει .” Τον κοιτάω. Για τρελός ωραία τα λέει. “Και δεν χάνετε ούτε ένα μπάνιο, και τώρα με τον κορωνοϊό; τον τσιγκλάω εγώ. “Πως να την αφήσεις, κορίτσι μου; Αγάπη μεγάλη. Την ψάχνεις, τη ζητάς και δεν τη χορταίνεις. Και όλο αφορμές βρίσκεις να ρχεσαι. Εμείς τι νομίζεις το σύλλογο τι τον κάναμε; Μας καεί ο κώλος μας για προεδριλίκια; Ένσημα κολλάμε στην αγάπη μας, κάθε μέρα, μπας και βγάλουμε και τη δεύτερη σύνταξη, την καλή, τη πρώτη μας τη φάγανε τα μνημόνια.” Τον κοιτάω καλά καλά. “Και πόσο χρόνια ένσημα θέλετε ακόμη”, τον ρωτάω όλο ειρωνεία. “Λάθος να το ρωτάς αυτό, και είσαι και ωραίο κορίτσι” και με βάζει στη θέση μου ο πρόεδρος. “Άμα ερωτευτείς δεν θυμάσαι πως ήσουν πριν από την αγάπη. Ο χρόνος μετράει αφότου τη γνωρίσεις και ένσημα κολλάς και ακόμη και αν χαθείτε. Έτσι τα θέλει τα μεροκάματα της η θάλασσα, έτσι στα λέω, άμα θες.” Ρε λες να χει δίκιο ο πρόεδρος;

Στο γυρισμό πάνω στο ποδήλατο, πιάστηκα από τα λόγια του. Μάθαινα πώς είναι να σαι ελεύθερη με τα θαλάσσια μπάνια, αλυσοδενόμουν όμως για πάντα στο να της κολλάω ένσημα αυτής της ελευθερίας, τώρα που την είχα γνωρίσει.