N_13: Αγρύπνια

Στον Κόσμο της

Μπιλιέτο Ν_13

Αγρύπνια

Ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω από την Ευρώπη: αγρύπνια. Πολλοί δεν κοιμόταν καλά, εδώ και μήνες. Εγκυμονούσες, που δεν βολευόταν με τίποτα, οι σύντροφοι αυτών, που άκουγαν το φουσκωμένο σώμα να γυρνάει, νέες μανάδες που σηκώνονταν στο παραμικρό κλάμα του νεογνού, φαγανού μωρού, φρεσκογκαυλωμένα ζευγάρια που ρουφούσαν ο ένας τον άλλον όλη τη νύχτα και φωνάζοντας ξυπνούσαν με τη σειρά τους και όσους γείτονες κοιμόντουσαν. Και μετά υπήρχαμε κι όλοι εμείς. Που γυρνούσαμε στα σεντόνια επειδή γεννούσαμε μονάχα σκέψεις. Όλοι άυπνοι. Εκτός, βέβαια, από τον κορωνοϊό, που φαίνεται ότι κοιμήθηκε στις 5 Μαΐου για να ξυπνήσει μόλις ξαναπιάσουν τα κρύα και φύγουν οι τουρίστες.

Πήρα σβάρνα τα φαρμακεία. “Έχετε κάτι για τον ύπνο;” ρωτούσα κοιτώντας με αγωνία τις μασκοφορεμένες υπαλλήλους. “Βεβαίως. Μήπως, όμως, είστε αγχωμένη;”, μου απαντούσαν και άνοιγαν παραπάνω το λάκκο της υπαρξιακής μου αγωνίας. Τις πρόσεχα τότε παραπάνω και μου φαινόταν ότι κοιμόντουσαν περισσότερο από μένα. Ο ξένος πάντα το έχει καλύτερο αυτό που εσένα σου λείπει, πώς να το κάνουμε. Επιδόθηκα χωρίς φειδώ στην κατανάλωση μελατονίνης, βαλεριάνας, φυτό-ιαμάτων του Μπάχ, δοκίμασα όλους τους συνδυασμούς τίλιου, χαμομηλιού, γάλατος ζεστού και κρύου με αγιουβερδικά μπαχάρια, τα πόδια στον τοίχο για να κατεβαίνει η πίεση, διάβασμα αστυνομικού μυθιστορήματος, βελονισμό. Μετά ανακάλυψα την ύπνωση. Και αν δεν είχα ακούσει εκείνη τη βαθιά φωνή του υπνοθεραπευτή να με προτρέπει να οραματιστώ πράσινα λιβάδια, με απαλό χορτάρι, στο οποίο να περπατάω ξυπόλητη και θάλασσες με βότσαλα, πάνω στα οποία έσκαγε το κύμα. Μια γιατρός με λυπήθηκε και μου μίλησε για τις ευεργετικές ιδιότητες του τσαγιού από κάνναβη και έτρεξα στα πιστοποιημένα μαγαζιά όλο ελπίδα. Τα παιδιά με τα τατουάζ μου πούλησαν μέχρι και γλειφιτζούρια με το θαυματουργό χορτάρι. “Είναι εθιστικό;” τους ρώτησα όλο αγωνία, εμένα που ο πατέρας μου με φοβέριζε στα δεκάξι ότι επιτήδειοι θα μου ρίξουν ναρκωτικά στο ποτό και θα με αποπλανήσουν. Τι φοβόμουν περισσότερο; Να αφεθώ στη αποπλάνηση ή που φρουρούσα το κάστρο του μυαλού μου ολονυχτίς;

Έφτανε έξι το πρωί, ξημέρωνε, άκουγα τους γλάρους και μόνο τότε με έπιανε ο ύπνος. Σαν να μου φτάναν τα κρωξίματα εκείνων των πουλιών για να μου θυμίσουν ότι η μέρα ξανάρχιζε πάλι από την αρχή, όπως πάντα. Αυτό με ηρεμούσε και γλαροκοιμόμουν.

Μέχρι που σήμερα, με το μάτι σακούλα και το κεφάλι πεπόνι από τη βραδινή περιπολία, κατέβηκα να πιω καφέ στη παραλία. Δίπλα μου, δυο άντρες στη σύνταξη ρουφούσαν από έναν ελληνικό.

“Σε είδαμε, μάζεψες τα ρεμέτζα. Για πού το βαλες, καπετάνιε;”, πειράζανε τον ψηλό άντρα, που φτανε εκείνη την ώρα στη παρέα τους.

“Κοροϊδεύετε, εσείς, αλλά εγώ βγαίνω στη θάλασσα, δεν κάθομαι να περιμένω πότε θα κάνει καλοκαίρι. Μια μέρα στο Τρίκερι, μια στη Σκιάθο και δυο στον Αγνώντα. Λάδι η θάλασσα και από κόσμο ούτε για δείγμα. Πήρα και ένα τονάκι πέντε κιλά, εκεί στα Μάρμαρα, καθώς γυρνούσα,” ανταπέδωσε με μια ανάσα ο θαλασσόλυκος.

“Ρε μπαγάσα, εσύ κάνεις την καλύτερη δουλειά,” τον σιγοντάρισαν οι συνταξιουχοι και ο καπετάνιος άλλο που δεν ήθελε.

“Και θα κάνω και ένα μεγάλο ταξίδι. Πώς με αρέσουν τα Δωδεκάνησα, καλύτερα από τις Κυκλάδες, που'ναι όλο αέρα και κόσμο. Εκεί κατεβαίνεις στη θάλασσα, ανοιχτά, χωρίς μηχανή, συνέχεια με πανιά. Να σε πάω στους Φούρνους, στους Αρκιούς και μετά στην Ικαρία. Στον Άγιο Κήρυκο. Εκεί που δεν μετράνε την ώρα και δεν τους νοιάζει τίποτα. Στον κόσμο τους. Μετά να σε πάρω να σε πάω εκεί που μ'αρέσει, τι νησί και αυτό. Στη Λέρο, την αρχόντισσα. Και μετά μεταξύ από την Κέρο και την Κίμωλο, να δέσω αρόδο. Δυο βδομάδες θέλω να σε γυρίσω να δεις τι θα πει να καυλώνεις με το ωραίο γύρω σου.”

Είχα κλείσει τα μάτια και ταξίδευα.

Στη θάλασσα. Βγήκα και στη στεριά. Περπάτησα ώρα πολλή, περπάτησα κάτω από τον ήλιο Κοιτούσα τα ρούχα, τα μαγαζιά, τα καφέ, τον κόσμο. Έπεσα πάνω στην συγκέντρωση στη πλατεία Ελευθερίας για το εργασιακό, “κάτω τα χέρια από το ο-χτά-ωρο”, ακουγόταν ρυθμικά και τρόμαζαν τα πουλιά που μαζεύονταν πάνω στα δέντρα του δικαστικού μεγάρου. Τα πουλιά τρόμαζαν, όχι τα αφεντικά. Άφησα την πλατεία πίσω μου και κατέβηκα προς την αγορά, όταν για να ξαποστάσω τραβήχτηκα στη σκιά που φτιάχνε η είσοδος ενός νυχάδικου. Σαν να έφτασα στη νησί της Καλυψούς, μαγεύτηκα από τα μπουκαλάκια με το χρώμα, τις λίμες που πηγαινοερχόταν με μαεστρία σε δάχτυλα ποδιών και χεριών, τα ψαλίδια που βγαζαν τα πετσάκια, σαν τρίαινες που τσιμπούσαν ψάρια στα ρηχά. Τόλμησα να μπω και να ρωτήσω.

“Α πριν τις αρχές Ιουλίου, δεν έχω τίποτα ελεύθερο”, μου είπε η νεαρή ρεσεπτιονιστ.

Γούρλωσα τα μάτια από περιέργεια. Ήταν ακόμη Ιούνης.

“Τι κάνουμε, έχουν πλακώσει όλοι οι γάμοι και τα βαφτίσια που δεν γινόντουσαν τόσο καιρό,” συνέχισε η δεσποινίς για να μου δικαιολογηθεί.

“Αλλά, μισό λεπτό, μπορώ να σας βάλω εδώ, τώρα στα καπάκια.”

Μπήκα σφήνα ανάμεσα σε δυο ραντεβού.

Η πανέμορφη κοπέλα με πήρε απαλά ανάμεσα στα χέρια της και άρχισε να με τρίβει, να με καθαρίζει, να μου περνάει το βερνίκι. Μου χωνε κάθε τόσο τα χέρια μια στο μπολ με το ζεστό το νερό και μια στο φούρνο με τις υπέρυθρες.

Έκλεισα τα μάτια και ένιωσα σα καΐκι, που μετά από τόσο καιρό στη στεριά, το ετοίμαζαν, το τρίβαν και του περνούσαν το φαρμάκι, έτοιμο να το ρίξουν στη θάλασσα για να ταξιδέψει.

Και τότε έπιασε φουρτούνα και δυο νύχτες ολόκληρες το καΐκι θαλασσοδέρνονταν. Αέρηδες, βροχή, έχασα τα σκοινιά μου και το πανί μου τρύπησε. Εξαθλιωμένη φτάνω στην ακτή της Λίμπιντο. Βγαίνω στη στεριά και καταφεύγω σε ένα δάσος με οξιές, όπου κοιμάμαι βαθιά κρυμμένη στους θάμνους.

Και τότε ξυπνάω.

Το κρουασάν αφάγωτο, ο καφές κρύος, οι ιστιοπλόοι άφαντοι και το τραπέζι τους καθαρό.

Μπροστά μου, ένας παίδαρος δυο μέτρα, παρκάρει μια Aprilia Tuono.

Και τότε καταλαβαίνω πόσο σωστά τα λεγε ο καπετάνιος.

Για να κοιμηθώ, έπρεπε να ξαναμάθω να ονειρεύομαι.

Και στα όνειρα είχε βροντές, αλλά κυρίως ταξίδι.