N_10: Το άνοιγμα της Βασίλισσας

Στον Κόσμο της

Μπιλιέτο Ν_10

Το άνοιγμα της Βασίλισσας

Χρονιάρες μέρες δυο ήταν τα κακά που μπορούσαν να σε βρουν εκτός από τους καλικαντζαρέους : να πρέπει να βάλεις μάσκα ενώ φοράς γυαλιά και να κατάγεσαι από το νομό Κοζάνης. Το θόλωμα του γυαλιού αναδύονταν σε μείζον πρόβλημα της καθημερινότητας καθώς κρύωνε ο καιρός, ενώ οι πατέντες πηγαίναν και ερχόντουσαν: “να τα φτύσεις, όπως κάνεις με τη μάσκα για τη θάλασσα”, μου είπε ένας. “Έχω ακούσει ότι αν τα καθαρίσεις με άζαξ για τα τζάμια δεν θαμπώνουν”, μου σφύριξε ο άλλος. Η τελική λύση θα ερχόταν βέβαια από την επιστήμη, “πρέπει να πατήσεις με τα γυαλιά στο σημείο που η μάσκα εφάπτεται πάνω στη μύτη”, μου είπε σίγουρη για τον εαυτό της η άγνωστη κοπέλα στο καφέ που σύχναζα καθώς με είδε να ταλαιπωριέμαι προσπαθώντας να διακρίνω τα κέρματα μέσα στη θολούρα μου. Από την άλλη όμως, το ότι ήμουν Σούρδα1 δεν επιδέχονταν αλλαγή, μήτε και πατέντα. Είχαμε ήδη γίνει γνωστοί. Πέρσι το Φεβρουάριο ήταν δυο-τρεις που πήγαν σε μια έκθεση γούνας στην Ιταλία και το φέραν. Μετά κάτι κρυφά μαζώματα το καλοκαίρι στη Σιάτιστα για το Δεκαπενταύγουστο τ'αυγατίσαν. “Τώρα βρήκαν στη Λυγερή όλο το χωριό θετικό. Γιατί δεν βιαστιόντουσαν και πηγαινορχόταν στα σπίτια επισκέψεις”, η μάνα μου με πήρε στο τηλέφωνο σα πολεμική ανταποκρίτρια μέσα Δεκέμβρη. Και καθώς πλησίαζαν οι γιορτές, ο νομός κοζάνης σήκωνε κάστρα και τείχη. Απαγορεύονταν, λέει, να μπεις. Για να βγεις, κανένας δεν ήξερε. Το τηλέφωνο της Πολιτικής Προστασίας δεν το σήκωναν πότε, ενώ ο πολυμήχανος πατέρας είχε ήδη σκεφτεί να μου στείλει δέμα με το λεωφορείο με κουραμπιέδες και γιαπράκια για να φάμε όλοι μαζί μπροστά στον υπολογιστή, αφού δεν θα πήγαινα.

Και όμως εγώ ήμουν έτοιμη να κινήσω προς την αποκλεισμένη πολιτεία. Λαχταρούσα το γκάζι. Την ταχύτητα με την οποία η ελευθερία σου ανοίγει το δρόμο. Την ισορροπία ότι ορίζεις τις στροφές της ζωής κατά πως τις σκέφτεσαι εσύ. Το ρίσκο να τις πάρεις ανοιχτές ή κλειστές. Την τρέλα να ανοίξεις το παράθυρο, Δεκέμβρη μήνα, και να φωνάξεις στα βουνά πως τα αγαπάς και ας μένουν αυτά μουγκά να σε τηράνε.

Έτσι, ανήμερα Χριστουγέννων καβάλησα νοικιασμένο αμάξι και κίνησα να πάω να φάω την τηγανιά και την κοτόσουπα της μάνας μου. Εκείνο το αυγοκομένο, ξινωπό υγρό που το χε εύκολο μια για τις γιορτές, μια για τις αρρώστιες. Χρονιάρα μέρα και δεν είχε ούτε ένα αμάξι στο δρόμο. Η ομίχλη, που σκέπαζε τον κάμπο της Λάρισας, αερούνταν πάνω από το πράσινο στάρι, που μόλις είχε πάρει να φυτρώνει εδώ και κει. Ανεβαίνοντας προς Τύρναβο, βρήκα τα πρώτα βουνά με χιόνια να με κοιτούν. Είχα αφήσει το πρωί το Βόλο με θάλασσα λάδι και ήλιο τηγάνι. Το αυτοκίνητο ήταν βάρκα και εγώ μέσα καπετάνισσα. Στις ανηφόρες για Κοζάνη, δεξιά και αριστερά από το δρόμο, καλοφροντισμένες μυγδαλιές είχαν τα κορμάκια τους ασβεστωμένα θαλασσιά και τα κλαδιά τους κομμένα κοντά, σα κορίτσια έτοιμα να χορέψουν, που υποκλίνονταν καθώς πέρναγα ανάμεσα τους. Όταν πια διάβηκα τα σύνορα του δήμου Βοΐου, στη Σιάτιστα, άλλα γνώριμα βουνά εμφανίστηκαν στο βάθος. Αυτά που βλεπα κάθε φορά που κοιτούσα από το παράθυρο μου στο χωριό. Όχι κορυφές που βιάζονταν να τρυπούσουν τον ουρανό, σαν και κεινες που συνάντησα στην Ευρώπη. Οι δικές μου κορυφές ήταν χαμηλές, σε σειρά η μια δίπλα στην άλλη, αμετακίνητες, πιασμένες χέρι χέρι ώστε δεν να μην μ'αφήνουν να δω παραπέρα, με προστάτευαν όπως οι αξιωματικοί και οι πύργοι τη Βασίλισσα στο σκάκι.

Στο χωριό όλα ήταν γνώριμα. Ερημιά όπως πάντα. Δεν χρειαζόταν να έρθει ο κορωνοϊός. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή, η φάτνη στη πλατεία με τον πλαστικό Χριστούλι, τα πράσινα λαμπάκια να κρέμονται, τα σκυλιά να ψάχνουν για να γαβγίσουν σε κάποιον.

Στο γιορτινό τραπέζι, βάλαμε κρασί και φάγαμε με όρεξη. “Άιντε με έναν Χρήστο του χρόνου”, έφυγε η πρώτη ευχή, η οποία θα γινόταν με μαθηματική ακρίβεια την επομένη “Με το καλό μ΄ έναν Εμμανουήλ”, για να τελειώσουμε στις 27 του μήνα με τις ανδρικές εορτές “και να μας έρθει με έναν Στέφανο του χρόνου”. Κλωθόφερνα μέσα μου την αποστομωτική απάντηση “Έναν - έναν να τους φέρω ή όλους μαζί;”, αλλά μέρα που ήταν δεν ήθελα στεναχώριες και αντα αυτού μπουκώθηκα με τη κοτόσουπα σαν να ήμουν άρρωστη.

Στο τέλος του γεύματος και ενώ υπήρχαν όλες οι συνθήκες για να ξεσπάσει καυγάς, όπως κάθε Χριστούγεννα άλλωστε, η μέρα πήρε άλλη στροφή, όπως ξαφνικά σε ένα σταυροδρόμι επιλέγεις το δρόμο το λιγότερο περπατημένο. Η μάνα έφερε ένα σφυρί στο τραπέζι και άρχισε να χτυπάει μέσα σε ένα κουτάλι τα φάρμακα της για να τα κάνει σκόνη “με πονάει το στομάχι, δεν μπορώ να τα καταπιώ έτσι”, είπε καθώς τη κάρφωνα εγώ με το βλέμμα μου. Χτύπησε τουλάχιστον τέσσερα πέντε λευκά κουμπάκια και μετά πέρασε το σφυρί στον πατέρα, που με τη σειρά του άρχισε το σφυροκόπημα για τα δικά του χάπια. Άρχισα να γελάω και δεν μπορούσα να σταματήσω. Σίγουρα θα έφταιγε και το κρασί που το χα τσούξει λίγο παραπάνω. Σε λίγο γελούσαμε και οι τρεις μας. “Έτσι, τι να κάνουμε, Μαγκαϊβερ, όλο πατέντες είμαστε για να ξεγαλάμε το θάνατο”, γύρισε και μου είπε ο πατέρας, σκουπίζοντας τις μύξες από το γέλια του. Είχε κάποια χρόνια που ο θάνατος εμφανιζόταν πιο συχνά στις κουβέντες του, σαν να ήθελε ο ίδιος να μην ξεχνιέται. Έψαχνε να προλάβει να τελειοποιήσει τη φοβερή του ιδέα να φυτέψει 800 μυγδαλιές, κατάστρωνε επιχειρησιακά σχέδια που τον κρατούσαν ξύπνιο όλη τη νύχτα και ελλείψη εργατών επιστράτευε τη μάνα για το ράντισμα και το ξελάκωμα. Χαιρόταν, ανοιγόταν στη ζωή, καθώς αυτή μίκραινε. Και καθώς είχαμε πέσει με τα μούτρα στους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα, μου πε πως θα μπορούσα να έχω φοβερό μερίδιο από την εκμετάλλευση των αμυγδαλεώνων, ενώ αυτός θα με κοιτά από κει ψηλά. Το σχέδιο της ζωής και πέρα από το θάνατο.

Στο γυρισμό με το αυτοκίνητο περνώντας ξανά μέσα από τα βουνά, άφηνα πίσω μου τους Αξιωματικούς και τους Πύργους και ανοιγόμουν σε αυτό που στους γνώστες του σκάκι, θα φάνταζε καθαρή τρέλα: μια βασίλισσα χωρίς προστασία, αλλά ελεύθερη.






1Σουρδία, επονομασία της Κοζάνης στη τοπική ντοπολαλιά.

Share